Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητοπαρέα η [alitoparéa] Ο25 : (υβρ.) ομάδα ατόμων, συνήθ. νεαρής ηλικίας, που ζουν και συμπεριφέρονται σαν αλήτες: Έμπλεξε με μια ~.
[αλήτ(ης) -ο- + παρέα]