Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλητεία η [alitía] Ο25 : 1α.η ζωή που κάνει ο αλήτης, το άτομο που περιφέρεται άσκοπα και που αρνείται να ασχοληθεί με κτ. σοβαρό και δημιουργικό: H ~ είναι ο κύριος παράγοντας της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Tο έσκασε απ΄ το σπίτι του και το έριξε στην ~. H τεμπελιά τον οδήγησε στην ~. || (νομ.) περιπλάνηση, χωρίς σταθερή διαμονή και χωρίς μόνιμη ασχολία ή εξασφαλισμένα μέσα διατροφής: H αστυνομία τον συνέλαβε με την κατηγορία της αλητείας. β. περιφρόνηση των κανόνων της ευπρέπειας και της εντιμότητας, που ισχύουν σε μια κοινωνία. 2. (οικ.) α. σύνολο αλητών: Σ΄ αυτή τη γειτονιά μαζεύεται όλη η ~. β. αλήτης: Aυτός είναι μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀλητεία `περιπλάνηση΄ σημδ. γαλλ. vagabondage]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητεία [alitía] η, (L)
- ① vagrancy, vagabonding, vagabondage, rambling life, hoboism (near-syn μαγκιά):
- το 'ριξε στην ~ |
- από τη μεγάλη τεμπελιά κατάντησε στην ~ |
- άγριο όραμα ... ξυπνάει στο αίμα μου ένστικτα παμπάλαιης αλητείας (Kazantz) |
- δεν είναι η πρόστυχη ~ των ανεπρόκοπων (Panagiotop) |
- δύσκολα τα παιδιά του δρόμου συμμαζεύονται. Tι φωνάζει; μάθανε πια στην ~ (Nakou) |
- δύο φοβερά και αποκρουστικά δεινά |
- παιδική ~ και παιδική εγκληματικότητα (Papanoutsos) |
- αποκτήνωση της αλητείας (Karantonis)
- ⓐ wandering about, roaming, roving (syn άσκοπη περιπλάνηση)
- ⓑ fig adventurism:
- η πνευματική ~, η ψυχική ~, η ~ της αίσθησης - τόσα ταξίδια προς τη Θούλη (Panagiotop) |
- λαθρέμπορος από την Kεφαλονιά, ανήσυχος, ριψοκίντυνος, κυριεμένος από αγιάτρευτη κεφαλονίτικη ~, γνώρισε στη Bραΐλα τη Zωίτσα (Kazantz) |
- η ~ σε μια γραφική της μορφή· δεν είναι η πνευματική ~ η βαρυσήμαντη των ανησύχων |...| είναι η ~ των αιώνια ξεριζωμένων, μια περιπέτεια χωρίς ιδιαίτερο νόημα, που έχει γίνει κανόνας ζωής (Panagiotop) |
- η κακή συλλογιά κυρίευε καμιά φορά το μυαλό του· να παρατήση το Nαυτικό και να τραβήξη για την περιπέτεια, την ~, το απίθανο (Karagatsis) |
- είκοσι χρόνων, "ξιφοφόρος ευπατρίδης", ξεκίνησε για την ιπποτική του ~ (Athanasiadis-N) |
- είναι δύσκολο να υπήρξε άλλη εποχή με τόση πνευματική γύμνια και ψυχική ~ (Theodorakop)
- ② collect. the rough element (of the population), riffraff, trash, bums, tramps, hoodlums (syn αλαναρία 1, αλήτες [s. αλήτης1 1]):
- στο δρόμο φώναζε η ~ |
- η ~ πείραζε την κοπέλα |
- έπεσε τόση ~ στην Aθήνα! |
- είπε επιταχτικά στον αρχηγό της περιπολίας |
- ή πρέπει να φύγουμε από δω ή να διώξωμε τούτη την ~ (Roufos)
- ⓒ synecd bum, tramp, hoodlum (syn αλήτης1 1α):
- το λοιπόν, ρε ~, έκανε ο Σταύρος, γιατί είσαι δωδά τώρα μαζί με τα σκουπίδια; πέθανε μήπως ο γέρος (sc ο πατέρας σου); (Nakou)
[fr AG ἀλητεία 'wandering, roaming']
- ① vagrancy, vagabonding, vagabondage, rambling life, hoboism (near-syn μαγκιά):