Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητάκι [alitáci] το,
- young loafer, young rascal, whelp, little waif, guttersnipe, gamin (syn αλανάκι, αλητάκος, μαγκάκι, μορτάκος, παιδί του δρόμου, χαμίνι):
- γέμιζε το θέατρο από παιδιά του λιμανιού, αλητάκια, λωποδυτάκια, αλλά και τίμια εργατάκια της φάμπρικας (Melas) |
- είδε ένα κοπάδι αλητάκια να σουρομαδούν τα τριαντάφυλλά της (Myriv) |
- τα "γιασελούκ", τα μελαψά αλητάκια |...| ενοχλούν σαν τις μύγες τον κόσμο τριγυρνώντας |...| στους δρόμους (Lazaridis) |
- poem και τριγυρνάς ξυπόλυτος με τ' αλητάκια του καιρού (Gianna) |
- μωρ' αλητάκια του νοτιά, | γιατί μου ανάβετε φωτιά; (Chronop)
[dimin of αλήτης]
- young loafer, young rascal, whelp, little waif, guttersnipe, gamin (syn αλανάκι, αλητάκος, μαγκάκι, μορτάκος, παιδί του δρόμου, χαμίνι):