Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλησμόνητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλησμόνητα [alizmónita] adv
  • unforgettably, memorably (syn αξέχαστα, χωρίς λησμοσύνη, χωρίς λησμονιά):
    • poem κι ακόμα αυτό ~ στοχάσου |
    • | πως τώρα πια κλπ (Sikel).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες