Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλησμόνητα [alizmónita] adv
- unforgettably, memorably (syn αξέχαστα, χωρίς λησμοσύνη, χωρίς λησμονιά):
- poem κι ακόμα αυτό ~ στοχάσου |
- | πως τώρα πια κλπ (Sikel).
- unforgettably, memorably (syn αξέχαστα, χωρίς λησμοσύνη, χωρίς λησμονιά):