Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αληθοφανής -ής -ές [aliθofanís] Ε10 : που φαίνεται, που δίνει την εντύπωση ότι είναι αληθινός, ότι έχει σχέση με την πραγματικότητα: Οι λόγοι που επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την απουσία του ήταν αρκετά αληθοφανείς. Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να πλάθει αληθοφανείς καταστάσεις. Ό,τι είναι αληθοφανές δεν είναι και αληθινό. || (ως ουσ., λόγ.) το αληθοφανές, η αληθοφάνεια.
[λόγ. αληθ(ής) -ο- + -φανής μτφρδ. γαλλ. vraisemblable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληθοφανής, -ής, -ές [aliθofanís]
- apparent, apparently true, having an air of truth, verisimilar, likely, credible (syn που φαίνεται αληθινός):
- είδηση λίγο ~ |
- θεωρία ~ |
- ισχυρισμός ~ |
- αληθοφανή σοφίσματα |
- ~ ιστορία, ~ μύθος |
- αληθοφανή πρόσωπα |
- αληθοφανείς καταστάσεις |
- το ψέμα που σκαρφίστηκε φάνηκε αληθοφανές |
- το αληθινό μπορεί καμιά φορά να μην είναι αληθοφανές (Kontogiannis) |
- ένας διαφορετικός άνθρωπος μας δίνει διαφορετικούς ανθρώπους, εξίσου αληθοφανείς (Panagiotop) |
- (το πεζογράφημα του Παπαδιαμάντη) κλείνει στις σελίδες του αληθοφανέστερη ελληνική ζωή (Charis) |
- (η κωμωδία) μεμιάς ξεφεύγει, όταν θελήση, προς το φανταστικό και δε χρειάζεται κανένα ξετύλιγμα αληθοφανές (γενικά πολύ αλογίκευτο) (Athanasiadis-N)
[cpd of αληθής & -φανής; cf αγαθο-, ευλογο-, μεγαλο-φανής etc]
- apparent, apparently true, having an air of truth, verisimilar, likely, credible (syn που φαίνεται αληθινός):