Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληθοφανές [aliθofanés] το, gen αληθοφανούς, (L) = αληθοφάνεια,
- q.v.:
- ο Kαμόενς δεν απομακρύνεται από τα όρια του αληθοφανούς στην περιγραφή των γεγονότων (Kanellop) |
- ο κίνδυνος του φυσικού και του αληθοφανούς στο κωμικό θέατρο είναι το ότι βάζουμε τους ανθρώπους να λένε ό,τι λένε συνήθως αντί να τους βάζουμε να λένε ό,τι δε λέει κανείς ποτέ (Athanasiadis-N)
[substantiv. n of αληθοφανής]
- q.v.: