Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αληθοφάνεια η [aliθofánia] Ο27 : η ιδιότητα του αληθοφανούς, εκείνου που φαίνεται αληθινός: H υπόθεση αυτή παρά την αληθοφάνειά της δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί. Δεν έχουν ~ οι δικαιολογίες του.
[λόγ. αληθοφαν(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. vraisemblance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληθοφάνεια [aliθofánia] η, (L)
- apparent truth, verisimilitude, believability, believableness, likelihood, probability (syn αληθοφανές, near-syn πιθανότητα):
- εξωτερική ~ |
- ~ του ρόλου (in plays) |
- κυνηγοί ψεύδονται μ' ~ |
- πολλές φορές το ψέμα κρύβεται κάτω απ' την ~ (Vrettakos) |
- συνδυάζει τα περιστατικά μ' ~ |
- η κατηγορία έχει κάποια ~ |
- όλο το παρελθόν του έδινε ~ στην κατηγορία |
- δίνω κάποια ~ στην ιστορία I give a spice of verisimilitude to the story |
- η αποκάλυψη είχε τόση ~, που όλη η συντροφιά τη δέχτηκε ανεπιφύλακτα |
- η υπόθεση αυτή παρά την πιθανότητα και την αληθοφάνειά της παραμένει αναπόδεικτη |
- το αφήγημα δείχνει έλλειψη αληθοφάνειας και λογική απιθανότητα |
- η ~ είναι πρωταρχικό στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το είπε ο Strindberg (Panagiotop) |
- εξαφανίζεται στην τέχνη του η ~, για να παραχωρήση τη θέση της σ' ένα είδος ρυθμικής κατανομής των εικόνων, αφάνταστα ζωντανής (Kanellop) |
- η εικόνα της γενικής διαφθοράς στερεί από το μυθιστόρημα τούτο την πειστικότητα και την ~ (Sachinis)
[der of αληθοφανής; cf ευλογοφάνεια]
- apparent truth, verisimilitude, believability, believableness, likelihood, probability (syn αληθοφανές, near-syn πιθανότητα):