Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αληθινός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αληθινός, επίθ.
  • 1)
    • α) Kανονικός:
      • (Aσσίζ. 1434
    • β) σωστός:
      • (Rechenb. 6825).
  • 2) Που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται:
    • όνειρον αληθινόν (Πιστ. βοσκ. V 5, 322).
  • 3) Kόκκινος:
    • αληθινόν αίμα (Oρνεοσ. αγρ. 54615).

[αρχ. επίθ. αληθινός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αληθινός -ή -ό [aliθinós] Ε1 : ΣYN πραγματικός. 1α. για κτ. που είναι σύμφωνο με την αλήθεια, που δεν την αποκρύπτει, που δεν την παραποιεί ή που δεν την αγνοεί. ANT ψεύτικος: Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν αληθινές. Ποια είναι η αληθινή αιτία; Όλα όσα είπε είναι αληθινά. Mου διηγήθηκε μια αληθινή ιστορία. ANT φανταστική. Έδωσε μια αληθινή εικόνα της επαρχίας. ANT πλαστή. Ο κίνδυνος είναι ~. Tα προβλήματα είναι αληθινά, υπαρκτά. β. για υλικό που είναι γνήσιο και όχι απομίμηση: Aληθινά διαμάντια / μαργαριτάρια / κοσμήματα. ANT ψεύτικα, ιμιτασιόν. Aληθινά λουλούδια / δόντια. ANT τεχνητά, ψεύτικα. Aληθινό μετάξι / δέρμα. ANT συνθετικό. H φύση σ΄ αυτόν τον πίνακα είναι σαν αληθινή. Aυτή η κούκλα είναι σαν αληθινό μωρό. 2α. που τον χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια, που δεν είναι υποκριτικός ή προσποιητός. ANT ψεύτικος: Έδειξε αληθινή χαρά / αγάπη / ευγνωμοσύνη. Ο ~ φίλος φαίνεται στις δυσκολίες. β. επιτατικά, για κπ. ή για κτ. που έχει στον ανώτατο βαθμό όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το είδος, την κατηγορία όπου ανήκει: Είναι ένας ~ καλλιτέχνης / ήρωας / άνθρωπος / άντρας. Στη φύση βρίσκουμε την αληθινή ομορφιά. || (μτφ.): Έγινε ~ κατακλυσμός, σωστός. H ζωή του ήταν αληθινή κόλαση. Δώσαμε αληθινή μάχη, για να βρούμε μια θέση. 3. για πρόσωπο που είναι το πραγματικό ως προς τις ιδιότητες που του αποδίδονται: Δε γνώρισε τον αληθινό της πατέρα. Bρέθηκε ο ~ ένοχος. Ένας είναι ο ~ Θεός. αληθινά ΕΠIΡΡ αλήθειαII: Tον είδες ~ να κλέβει; Είναι ~ τίμιος άνθρωπος. Έκλαψε ~. Tον αγαπάει ~. Φέρθηκε ~ σαν κύριος.

[αρχ. ἀληθινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αληθινός, -ή, -ό [aliθinós]
  • ① true, authentic (syn in αληθής 1α):
    • ο ~ Θεός true God |
    • poem τώρα καμπάνες που χτυπάνε | είναι ο Θεός ~ (Karyotakis) |
    • eccl είδαμε (L είδομεν) το φως το αληθινό (L αληθινόν) we are freed of affliction, of long litigation, or from enslavement etc; we see the light at the end of the tunnel |
    • κάποτε θα ιδής το φως το αληθινό (Karagatsis)
  • ② true, real, genuine, pure, usu of persons (syn γνήσιος, πραγματικός):
    • ~ άνθρωπος, φίλος, άντρας, πατριώτης, πολίτης |
    • είναι αληθινό πρόσωπο η δείνα; (Xenop) |
    • ~ λόρδος a real lord |
    • ο ~ κληρονόμος the real inheritor |
    • αυτός ήταν ο ~ της πατέρας |
    • αληθινή προσωπικότητα |
    • σταθήκανε αληθινοί άντρες |
    • αληθινές γυναίκες ... δεν έχουν κάνει τα θέλγητρά τους μαγαζί, ξέρουν να νοιώθουν τον πραγματικό εραστή (Melas) |
    • οι ιδέες ... έγιναν άνθρωποι αληθινοί και αισθητοί (Charis) |
    • ήθελε τον άνθρωπο αληθινό απέναντι στον εαυτό του (Thrylos) |
    • (στο περιβάλλον εκείνο) ο Ίων Δραγούμης βρήκε τον αληθινότερο εαυτό του (Theotokas) |
    • τις γλώσσες τις δημιουργούν οι αληθινοί συγγραφείς (Tsatsos) |
    • ~ δημιουργός, λογοτέχνης, καλλιτέχνης, ποιητής, στυλίστας |
    • ~ "πρωταγωνιστής" είναι όποιος ακριβώς δεν το υποπτεύεται καν (Melas) |
    • είμαι ένας ~ εργάτης |
    • κερδίζω αυτό που τρώγω (Vrettakos) |
    • ο Συμεών ο νέος θεολόγος είναι μετά τον Pωμανό το Mελωδό ο αληθινότερος ποιητής που γέννησε ... ο ελληνικός χριστιανισμός (Kanellop) |
    • μια σελίδα αληθινού ταξιδιωτικού συγγραφέα (Charis)
  • ⓐ true to fact, real, actual, genuine, usu of things:
    • αληθινή υπογραφή authentic signature |
    • αληθινή αναφορά a veracious report |
    • αληθινό διαμάντι, μετάξι, χρυσάφι real diamond etc |
    • αληθινά πλούτη |
    • αληθινά κοσμήματα real (not imitation) jewelry |
    • αληθινό βενεσιάνικο έπιπλο |
    • αληθινό πιστόλι real (not fake) handgun |
    • δεκαέξι ψηλόστενα παράθυρα (sc σε ναό) εναλλάσσονται ένα αληθινό μ' ένα τυφλό (MChatzidakis) |
    • το χτίριο που καιγόταν ήταν αληθινή κόλαση the burning building was a veritable inferno |
    • ~ κατακλυσμός |
    • κάτι είναι αληθινό |
    • κόσμους μαγικούς και ζωντανούς κι αληθινούς μας ξανοίγουν τα καλά βιβλία (Palam) |
    • η θαυμαστή εκείνη μητέρα ... ήταν αληθινή ζωγραφιά (Xenop) |
    • αυτή είναι η αληθινή εικόνα της σύγχρονης Eλλάδας (Psathas) |
    • ζωγράφισε τη φανταστικότερη, δηλαδή την αληθινότερη, Bενετία (Athanasiadis-N) |
    • να γνωρίσης από πολύ κοντά την αληθινή Aμερική (Karantonis) |
    • γύρισε σαν άρρωστος, ένα αληθινό πτώμα (Venezis) |
    • poem αγαπημένε, αληθινό κορμί κι αληθινή ψυχή 'μαι! (Kazantz) |
    • | αληθινό αγαθό |
    • τότε άρχισε το αληθινό δράμα |
    • χρειάζεται οργάνωση αληθινή |
    • ξέρουμε την αληθινή κατάσταση |
    • η αληθινή επανάσταση και καταστρέφει και συνεχίζει (Athanasiadis-N) |
    • έδωσε αληθινή μάχη λόγου, επιχειρημάτων κτλ |
    • βρέθηκα σε αληθινό αδιέξοδο προσπαθώντας να καθορίσω ... τα όρια της εξουσίας (Panagiotop) |
    • poem φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο ~ (Elytis) |
    • | phr είναι αληθινό ότι (or πως) it is true that
  • ⓑ true, real, actual, genuine, pure (even correct, perfect), usu of abstracts:
    • αληθινό πάθος real passion, e.g. την αγαπάτε με αληθινό πάθος τη θάλασσα (Myriv) |
    • αληθινή αγάπη, γεμάτη τρυφερότητα και σεβασμό (id.) |
    • ο έρωτας ο ~ είναι πάντα έρωτας του συγκεκριμένου (Tsatsos) |
    • αληθινή αξία intrinsic value (worth, merit) |
    • αληθινή δόξα |
    • αληθινή πνευματική ζωή |
    • αληθινή εξήγηση |
    • ~ υπολογισμός a correct calculation |
    • ποιος ήταν ο ~ λόγος της απολύσεώς του; |
    • ό,τι είν' όμορφο είναι και αληθινό (Palam) |
    • υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; (Kazantz) |
    • δίνει τις πιο αληθινές ειδήσεις |
    • βασική προϋπόθεση της αληθινής κριτικής ... η αποστροφή για το δόγμα (Charis) |
    • αληθινές λέγει (sc ο λαός) τις κρίσεις που σχετίζονται με την πραγματικότητα (Theodoridis) |
    • η ύλη δεν υπάρχει, είναι ένα αληθινό ψεύδος (Papalexandrou) |
    • ο κίνδυνος είναι ~ και μεγάλος (Charis) |
    • ο τουρκικός κυρίως κίνδυνος ήταν ~ εφιάλτης (Vacalop) |
    • οι ψευδαισθήσεις είναι κι αυτές αληθινότερες από τη ζωή (Thrylos) |
    • είναι δυστυχισμένοι επειδή τους λείπει μια αληθινή πίστη (Theotokas) |
    • θα μου επιτρέψης ... να το αναθρέψω (sc το παιδί) στην αληθινή πίστη; (Karagatsis) |
    • μια πραγματικότητα άλλη, ωραιότερη, αληθινότερη, στο όνειρο (Charis) |
    • δεν υπάρχει αληθινή ευτυχία (or ευδαιμονία) |
    • βλέπει κανείς με πόσο αληθινό πνεύμα ... ένας νέος ποιητής υπερασπίζεται την ποίηση (Chatzinis) |
    • ο Πλάτων είναι η σύνοψη και το αληθινό τέλος της ελληνικής φιλοσοφίας (Lambridi) |
    • αρχές ή απόψεις σωστές, αληθινές |
    • poem κ' η ανάμνηση θα γίνεται | ζωή αληθινότερη (TRoussos) |
    • έδειξε αληθινή μετάνοια |
    • δεν έχουν αληθινή γνώση για τ' αντικείμενα που μιμούνται

[fr MG αληθινός ← K (& PatrG) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες