Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αληθινά, επίρρ.
-
- 1) Πραγματικά:
- Aληθινά όλοι οι άνθρωποι απεθυμούν τες δόξες (Σουμμ., Pεμπελ. 183).
- 2) Eιλικρινά:
- Aν το ’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι (Eρωτόκρ. Γ´ 173).
[<επίθ. αληθινός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πραγματικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληθινά [aliθiná] adv
- in truth, truly, veritably:
- ~ σου το λέω |
- μίλα μου ~ |
- φοβήθηκε ~ |
- ~ έλεγε πως θα παντρευτεί |
- ήταν ποιητής ~ πρωτότυπος |
- ~ κλασικό έργο |
- ~ ζωντανή γλώσσα |
- ~ αυθεντικές περιγραφές |
- γίνεται ~ σοβαρός |
- ~ θαυμάσιο πάρκο |
- ~ καλλιεργημένος |
- ένας ~ τίμιος άνθρωπος |
- μια γυναίκα ~ ευτυχισμένη |
- προνόμιο κάθε ~ στοχαστικού ανθρώπου |
- ατμόσφαιρα ~ πειστική |
- ο θάνατος τον έδρεψε στη στιγμή τη γενναιότατη και την αληθινότερα επική της ζωής του (Palam) |
- τιμούμε ~ τους άξιους (Charis) |
- είστε ~ ελεύθεροι (Kazantz) |
- βιβλία ... με περιεχόμενο ... ~ ανατρεπτικό (Dimaras) |
- συμβολίζει τον παγκόσμο πόλεμο κατά τρόπον ~ μεγαλοφυή (Athanasiadis) |
- η Mυτιλήνη έχει ~ όλη τη χάρη της Iταλίας (Ouranis) |
- είναι ~ πιστός μοναχός (Bastias)
- ⓐ actually, really, indeed (syn στ' αλήθεια, πραγματικά, πράγματι):
- το ζεστό τής έκαμε ~ καλό |
- θα 'ταν ~ κρίμα |
- τι συμβαίνει; ~ κανείς δε φαίνεται να ξέρει |
- ~ ήρθε ο γιος σου; |
- οι σοφολογιότατοι ... ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα όπου ήταν μία φορά ζωντανή ...· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον ~ δυνατόν (Solom) |
- ~ οι ηθοποιοί δεν είναι παρά μηχανές, παρά νευρόσπαστα (Palam) |
- είδες το ~ αυτό το όνειρο; (Kondylakis) |
- εκεί (sc στην Aγγλία και στην Eλβετία) ~ δεν υπάρχει γραφειοκρατία (Panagiotop) |
- ~ ήταν ένας άγριος πανικός (Myriv) |
- αυτά δεν μας συγκινούσαν ~ (Theotokas) |
- υπάρχουν τίμιοι και άτιμοι ~ (Sachinis) |
- του χρωστούμε ~ χάρη (Chatzinis) |
- αισθάνεται ~ εκείνο που παραστένει (Athanasiadis-N)
[fr MG αληθινά, der of αληθινός]
- in truth, truly, veritably:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληθινά, στ' [aliθiná, st] adv phr
- actually, really, indeed (syn αληθινά, στ' αλήθεια):
- ~ ~ σου το λέω |
- folkt κόντεψε να πνιγεί ~ ~ |
- ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα ~ ~ (Makryg) |
- κοίταξε κατάματα το ναύτη να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να προσβάλη ~ ~ (Karkavitsas) |
- ~ ~ φουρκισμένος της γύρισε τις πλάτες και πήγε σιμά σε μιαν άλλη (Kovvatzis)
[fr phr εις τ' αληθινά; cf ant στα ψέματα]
- actually, really, indeed (syn αληθινά, στ' αλήθεια):