Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεύρωμα το [alévroma] Ο49 : η ενέργεια του αλευρώνω, το πασπάλισμα με αλεύρι: Tα ψάρια θέλουν ~ για να τηγανιστούν καλά.
[αλευρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεύρωμα [alévroma] το,
- dredging, powdering, or sprinkling w. flour, flouring (syn πασπάλισμα με αλεύρι)
[der of αλευρώνω]