Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεύρι το [alévri] Ο44 : η λεπτή σκόνη που προέρχεται από το άλεσμα δημητριακών, συνήθ. από το σιτάρι, και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού: ~ από σιτάρι / κριθάρι / καλαμπόκι, σιτάλευρο / κριθάλευρο / καλαμποκάλευρο. Άσπρο / μαύρο / σκληρό / μαλακό ~. (έκφρ., για αστεϊσμό) πες ~, ο τάδε σε γυρεύει. ΠAΡ Aκριβός* στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ ~. || (πληθ., προφ.) ποσότητα από αλεύρι: Xύθηκαν κάτω τα αλεύρια. || (επέκτ.) λεπτή σκόνη που προέρχεται από διάφορους καρπούς και με διαφορετική κατά περίπτωση διαδικασία: ~ από πατάτες / χαρούπια, πατατάλευρο / χαρουπάλευρο.
[μσν. αλεύρι(ν) < αλεύριον υποκορ. του αρχ. ἄλευρον]
- αλεύρι [alévri] το,
- flour, meal:
- αλεύρι καλαμποκήσιο cornmeal (syn καλαμποκάλευρο) |
- ~ κριθαρένιο barley meal (syn κριθάλευρο) |
- ~ σιταρένιο wheat flour (syn σιτάλευρο) |
- καθάριο ~ |
- κάνει αλεύρια (syn είναι αλευρέμπορος) |
- ακρίβυνε τ' ~ |
- άμμος ψιλή σαν ~ |
- jocular dialogue, phr πες ~. - ~. - ο τάδε σε γυρεύει! |
- prov η κότα θέλει πρόσφωλο, το σπίτι θέλει ~ |
- βάλε ~ μες στη σκάφη και πολλούς σταυρούς μην κάνης decide without delay |
- δίναν της κυράς ~ μα 'θελε να το ζυμώσουν some people are lazy and demanding |
- δίχως σκάφη, δίχως φούρνο τ' ~ ψωμί δε γίνεται for any successful end not only the materials but also the means are equally needed |
- ... ούτε ένας λαός χορταίνει με μια χούφτα ~ (Rotas) |
- folks. Tούρκοι, τ' ~ πάρτε το, τους πετεινούς μου αφήστε |
- poem για μέτρα· ναι· στο μέτρημα τις προάλλες | δυο χοίνικες μου φάγανε στ' ~ (Stavrou Ar)
[fr MG αλεύριν (also dial Pontic & Cyprian) ← αλεύριον, dimin of K ἄλευρον]
- flour, meal:
- αλευριά η [alevriá] Ο24 : (λαϊκότρ.) είδος παχύρρευστης σάλτσας που έχει ως βάση το αλεύρι.
[αλεύρ(ι) -ιά]
- αλευριά [alevrjá] η,
- ① wheat-flour hasty pudding (syn κουρκούτι, χυλός):
- gnom οπού καή στην ~ φυσά και το γιαούρτι the one who has suffered from sth becomes irrationally overcautious about other matters |
- η ~ καθούμενη κι ο χόντρος έμπα κ' έβγα bulgur is more digestible than alevryá
- ② region. dish made of cracked wheat, bulgur (syn μπλουγούρι)
- ③ region. must pie (syn μουσταλευριά, μουστόπιτα)
[the word, recorded also in Somavera, fr MG αλευρέα (Du Cange; now dial in Karpathos, αλιβρέ in Lesbos), for *αλευραία πίττα, the adj being der of άλευρον 'flour'; cf also αλευραία (Pontic) & -ραί (Cretan) 'smell of flour' fr *αλευραία οσμή]
- ① wheat-flour hasty pudding (syn κουρκούτι, χυλός):
- αλευρικό [alevrikó] το, region. (East Aegean Islands)
- flour sieve (syn in αλευροκόσκινο)
[recorded also in Somavera, substantiv. n of αλευρικός 'of flour']
- αλεύριν το· αλεύρι· αλεύριον.
-
- Aλεύρι:
- (Xρον. σουλτ. 13225)·
- φρ. νίβγομαι τ’ αλεύρι = αλείφω το πρόσωπό μου με αλεύρι ανακατεμένο με νερό για καλλωπισμό·
- (εδώ σε παροιμ.):
- κάλλιον καθενός έναι να μην ηξεύρει αν έναι άσπρη η γυναίκα του ή α νίβγεται τ’ αλεύρι (Δεφ., Λόγ. 518).
[<αρχ. ουσ. άλευρον + κατάλ. ‑ιν· για τη λ. βλ. LBG. O τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aλεύρι: