Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευρώδης, -ης, -ες [alevró∂is]
- like flour, farinaceous, mealy, floury (syn αλευροειδής, αλευρωμένος 3):
- με ένα τόσο πηκτό και αξιοδάκρυτο ντύμα αλευρώδες του τηγανίσματος (Papatsonis)
[fr K ἀλευρώδης]
- like flour, farinaceous, mealy, floury (syn αλευροειδής, αλευρωμένος 3):