Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευρόμυλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευρόμυλος ο [alevrómilos] Ο20 : 1.μηχάνημα ή σύστημα μηχανημάτων που αλέθουν τα σιτηρά και τα μετατρέπουν σε άλευρα. 2. κτιριακές εγκαταστάσεις με τα παραπάνω μηχανήματα.

[αλευρο- + μύλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευρόμυλος [alevrómilos] ο,
  • flour mill, grist mill (syn μύλος) ; flour-milling works (syn αλευροποιείο, εργοστάσιο αλευροποιίας):
    • ηλεκτρικός ~ |
    • δεν υπήρχαν ... οι σημερινοί ηλεχτρικοί αλευρόμυλοι ούτε η βιομηχανία του ψωμιού (Myriv) |
    • τα νερά κινούν πολλούς αλευρόμυλους (Athanasiadis-N)

[cpd w. μύλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες