Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευροποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροποιός [alevropiós] ο, (L)
  • ① worker in a flour mill
  • ② owner of a flour mill

[neol, cpd w. -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες