Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευροποιία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευροποιία η [alevropiía] Ο25 : 1.η παραγωγή αλεύρων. 2. βιομηχανία παραγωγής αλεύρων.

[λόγ. < μσν. αλευροποιία < αλευρο- + -ποιία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευροποιία [alevropiía] η, (L)
  • flour making, flour industry:
    • εργοστάσιο αλευροποιίας |
    • από τις πρώτες βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν ήταν ... η ~ (Varelas)

[fr MG αλευροποιία (Eustathius), der of αλευροποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες