Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευροδόχη [alevro∂ó i] η,
- wooden bin in the mill into which the ground flour falls, flour bin (syn αλευροθήκη, αλευρού):
- poem κ' εφτά σκουληκοπόταμοι κινούν στη μαύρη αλευροδόχη (Kazantz Od 11.159)
[cpd w. -δόχη : δέχομαι; cf αμμοδόχη, καπνοδόχη (K), ουροδόχη etc bes καπνοδόχος, ουροδόχος etc]
- wooden bin in the mill into which the ground flour falls, flour bin (syn αλευροθήκη, αλευρού):