Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευριά η [alevr] Ο24 : (λαϊκότρ.) είδος παχύρρευστης σάλτσας που έχει ως βάση το αλεύρι.

[αλεύρ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευριά [alevrjá] η,
  • ① wheat-flour hasty pudding (syn κουρκούτι, χυλός):
    • gnom οπού καή στην ~ φυσά και το γιαούρτι the one who has suffered from sth becomes irrationally overcautious about other matters |
    • η ~ καθούμενη κι ο χόντρος έμπα κ' έβγα bulgur is more digestible than alevryá
  • ② region. dish made of cracked wheat, bulgur (syn μπλουγούρι)
  • ③ region. must pie (syn μουσταλευριά, μουστόπιτα)

[the word, recorded also in Somavera, fr MG αλευρέα (Du Cange; now dial in Karpathos, αλιβρέ in Lesbos), for *αλευραία πίττα, the adj being der of άλευρον 'flour'; cf also αλευραία (Pontic) & -ραί (Cretan) 'smell of flour' fr *αλευραία οσμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες