Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευρέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλευρέμπορος [alevrémboros] ο,
  • flour merchant (syn in αλευράς):
    • ο ποιητής μιλεί για έναν αλευρέμπορο Nαυσικύδη, που με την αισχροκέρδειά του έγινε πάμπλουτος (Stavrou)

[cpd w. έμπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες