Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευρέμπορος [alevrémboros] ο,
- flour merchant (syn in αλευράς):
- ο ποιητής μιλεί για έναν αλευρέμπορο Nαυσικύδη, που με την αισχροκέρδειά του έγινε πάμπλουτος (Stavrou)
[cpd w. έμπορος]
- flour merchant (syn in αλευράς):