Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλευθέρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλευθέρωτος -η -ο [alefθérotos] Ε5 : που δεν έχει ελευθερωθεί.

[λόγ. επίδρ. στο αλευτέρωτος < α- 1 λευτερώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλευθέρωτος, -η, -ο [alefθérotos] (& αλευτέρωτος)
  • ① not set at liberty, not freed, unliberated, enslaved (syn αλύτρωτος, υπόδουλος, σκλαβωμένος, ant ελευθερωμένος):
    • οι αλευθέρωτοι πληθυσμοί |
    • οι αλευθέρωτοι αδερφοί μας |
    • σκλάβος or δούλος ~ |
    • η χωριάτισσα μάνα ήταν η αλευθέρωτη σκλάβα (Panagiotop) |
    • ο μεσαιωνικός άνθρωπος ήταν ο ~ σκλάβος ενός αγράμματου πολέμαρχου (id.)
  • ② fig not freed of a burden, obligation and the like:
    • είναι ~ από αυτό το βάρος, το βάσανο
  • ③ αλευθέρωτη not yet having given birth to the child, of a pregnant woman (ant ελευθερωμένη, λευτερωμένη):
    • έγκυα είναι η κόρη, αλευθέρωτη είναι η μάνα

[cpd w. *λευθερωτός : λευθερώνω ← ελευθερώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες