Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλετροπόδι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλετροπόδι [aletropó∂i] το,
  • ① heel of the plow (syn αλετροπόδα 1):
    • folks. σε μια μολόχ' ανέβηκε να κόψη αλετροπόδια | κ' έτυχ' η μολόχα ξέκλωνη κ' έπεσ' ο αντρειωμένος (satiric, Epirus [Petrop])

[fr MG αλετροπόδιον (Schol. Theocr. 7.54: Ωρίων το κοινώς αλετροπόδιον λεγόμενον), der of αλετρον & πόδιον; cf αροτρόπους 'plowshare' LXX]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλετροπόδι [aletropó∂i]
  • the constellation Orion (s. Aλετροπόδα a)
  • ⓐ region. (Macedonia, Thasos) pl Aλετροπόδια τα, the constellation the Great Bear (syn in Aλετροπόδα b)

[fr MG αλετροπόδιον (Schol. Theocr.7.54: Ωρίων το κοινώς αλετροπόδιον λεγόμενον), der of άλετρον & πόδιον; cf αροτρόπους 'plowshare' LXX]

[Λεξικό Κριαρά]
αλετροπόδιν το.
  • Το κάτω μέρος του αρότρου, όπου προσαρμόζεται το υνί:
    • εις το βουνίν ανέβαινε να κόψει αλετροπόδιν (Ημερολ. 21).

[<ουσ. αλέτριν + πόδιν· πβ. και ουσ. αροτροπόδιον (πιθ. 9. αι., LBG) <μτγν. ουσ. αροτρόπους. Τ. ιον σε σχόλ. (L‑S, LBG, Meursius). Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες