Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλετροπόδα η [aletropóδa] Ο25α & αλετροπόδι το [aletropóδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. το τμήμα του αρότρου στο οποίο πατούν, για να μπει το υνί βαθιά μέσα στη γη. 2. ο αστερισμός του Ωρίωνα.
[-πόδι: 1: μσν. αλετροπό δ(ιον) < ελνστ. ἀροτρόπους κατά την εξέλ. αρχ. ἄροτρον > ελνστ. ἄλετρον > μσν. αλέτρι(ν) και αρχ. πούς > πόδι· 2: μσν. σημ· -πόδα: αλετροπόδ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλετροπόδα [aletropó∂a] η,
- ① heel of the plow (syn αλετροπόδι):
- ~ πλατανήσια, ~ πουρναρήσια |
- poem ο χερουλάτης έφαγε τ\ άχαρα δάχτυλά μου | και στην ~μου έλιωσαν τα ήπατά μου (Valaor)
[augmentat. der of αλετροπόδι]
- ① heel of the plow (syn αλετροπόδι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλετροπόδα [aletropó∂a] η,
- a constellation
- ⓐ Orion (syn αλετροπόδι, L αστερισμός του Ωρίωνα):
- βγαίνει η ~ (syn ανέτειλε) |
- η ~ στέκεται ακίνητη (Fteris) |
- ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα και εξάνοιξα την ~, οπού με ευφραίνει πολύ (Solom) |
- poem - εκείνο με την ουρά; - το λένε ~! (Athanas)
- ⓑ not so freq the Great Bear (syn \Aλετροπόδι b, L Mεγάλη Άρκτος) .