Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλετρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλετρίζω [aletrízo] aor αλέτρισα, subj αλετρίσω, pass subj αλετριστώ
  • ① plow (syn in αλετρεύω):
    • ~ στα ίσια plow a straight furrow |
    • αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της (sc της γης) με το γενί (Kazantz) |
    • χαίρουμουν ... την άγια γόνιμη γης που είχε αλετριστή, σκαφτή και πονέσει ... και τώρα ξαπλωμένη ... αναπαύεται με την ποδιά ξεχειλισμένη καρπούς (id.) |
    • poem καλά, γυναίκα, γης αλέτρισα, κουράστηκα, άφησέ με (id. Od 17.146) |
    • πέντε ζευγάδες λες αγόραζε τη γης να του αλετρίσουν (ib 287)
  • ② fig of seawater:
    • poem μα ωχού κ' η πλώρα αλέτριζε αδειανή το ρημαγμένο κύμα (ib 23.640)
  • ⓐ set in motion, arouse:
    • poem θά 'ρθη άραγε πάλι ο Φεγγαρής | να παίξη με τα μαύρα μαλλιά της νύχτας, | ν' αλετρίση τα όνειρα των κοριτσιών; (Mountes)

[fr LMG αλετρίζω, der of αλέτρι or άλετρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες