Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεστικά [alestiká] τα,
- toll or fee given to the proprietor of a mill for the grinding of grain, grinding charges, miller's fee, multure:
- prov μπάτε, σκύλοι, αλέστε κι ~ μη δώστε come one, come all; this is a chaotic situation |
- δεν είναι κυβέρνηση, είναι ένα αισχρό σκυλολόι |
- μπάτε, σκύλοι, κλ. Aυτή είναι η κατάσταση (Theotokas)
[fr MG αλεστικά (Prodromos); cf K syn ἄλεστρα npl]
- toll or fee given to the proprietor of a mill for the grinding of grain, grinding charges, miller's fee, multure: