Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεσμένος, -η, -ο [alezménos]
- ground (syn αλεστός, ant άλεστος, ανάλεστος):
- αλεσμένο σιτάρι |
- αλεσμένη βρώμη |
- αλεσμένα μπιζέλια |
- αλεσμένο πιπέρι (syn κομμένο, τριμμένο πιπέρι) |
- ~ καφές |
- το χώμα αλεσμένο από τις ομπλές των ζωντανών (of the beasts) που το περνούσαν γαϊτάνι πρωί και βράδυ (Prevelakis)
[ppp of αλέθω]
- ground (syn αλεστός, ant άλεστος, ανάλεστος):