Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεσιά η [alesxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ποσότητα που μπορεί να αλέσει κάθε φορά ο μύλος: Mια ~ σιτάρι.
[αλεσ- (αλέθω) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεσιά [alesjá] η,
- ① grinding, milling (syn in άλεση):
- έχω ~
- ② quantity of cereals, olives, coffee ground or to be ground at one time without interruption:
- μια ~ σιτάρι |
- δυο αλεσιές καλαμπόκι |
- μια ~ καφέ quantity of coffee that the coffee mill takes |
- μια ~ ελιές έβγαλε δέκα οκάδες λάδι
[der of άλεσα: αλέθω]
- ① grinding, milling (syn in άλεση):