Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλεπού η [alepú] Ο37 : 1.σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και του οποίου το πιο κοινό είδος έχει πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμα, μυτερό ρύγχος και φουντωτή ουρά και είναι παροιμιώδες για την πονηριά του: Γκρίζα / μαύρη ~, που το δέρμα της χρησιμοποιείται στη γουνοποιία. Είναι πονηρός / παμπόνηρος σαν ~. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η ~ στο παζάρι;, για κπ. που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου δεν ταιριάζει ή που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. ΠAΡ Όσα δε φτάνει η ~ τα κάνει κρεμαστάρια, για κπ. που προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει κτ., επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να το κατορθώσει. Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η ~ τη χάρη, για να δηλώσουμε ότι η εξυπνάδα είναι ανώτερη από τη σωματική δύναμη. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και πανούργος: Είναι αυτός μια ~! H γριά ~, για ηλικιωμένο και πονηρό άνθρωπο. (έκφρ.) πονηρή ~, για πολύ πονηρό άνθρωπο.
αλεπουδίτσα η YΠΟKΟΡ α. μικρή αλεπού. β. (μτφ., συναισθ.) για πονηρό κορίτσι ή νεαρή γυναίκα. αλεπουδάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό της αλεπούς. ΠAΡ Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα το ~, για κπ. που παριστάνει τον πολύ έμπειρο και που νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ή να ξεγελάσει κάποιον άλλο μεγαλύτερο και εμπειρότερο. [ελνστ. ἀλωπά, παράλλ. τ. του αρχ. ἀλώπηξ (πρβ. αρχ. επίθ. ἀλωπός `πανούργος΄, ελνστ. αρσ. `αρσενική αλεπού΄) > μσν. αλωπώ (κατά το επίθημα -ώ, δες λ.) > αλωπού (με μεταπλ. -ώ > -ού, δες -ού) > αλουπού (με υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ) > μσν. αλεπού (με τροπή [u > e] αναλ. προς άλλες λ. με αντ. εξέλ. [e > u] από επίδρ. του [l] ή του [p] )· αλεπουδ- (αλεπού) -ίτσα]
- αλεπού η· αλουπή· αλουπού· αλ’πού· αλωπού.
-
- Aλεπού:
- την αλουπού την μακροουραδάτην (Διήγ. παιδ. 188· Aιτωλ. Mύθ. 12613).
[<ουσ. αλωπός η (πιθ. 7. αι., LBG) <αρχ. αλωπός ο (DGE). Oι τ. αλου‑ και αλω‑ στο Meursius και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. αλ’πού. H λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Aλεπού:
- αλεπού [alepú] η, (& region. αλουπού)
- ① zoo fox, esp the common red fox, Vulpes vulpes:
- folkt μια φορά ανταμώσανε μια αλουπού κ' ένας κάβουρας |
- πονηρός σαν ~as sly as a fox |
- prov ο λύκος έχει τ' όνομα κ' η ~τη χάρη cleverness excels physical superiority, brain over brawn |
- πολλά ξέρει η ~ μα ο σκαντζόχοιρος ένα και καλύτερο sometimes even the cunning ones encounter some one excelling them in slyness |
- τι γυρεύει (or τι θέλει) η ~ στο παζάρι; let the cobbler stick to his last, i.e. one should not mingle in affairs for which he has no interest ability or specialty, or, that is none of his business |
- όσα δε φτάνει (or δε σώνει) η ~ τα κάνει κρεμαστάρια one pretends indifference or scorn for what he hotly desired but is unable to obtain, sour grapes |
- εβάλανε την ~ τις όρνιθες να βλέπη! they appointed a rapacious person to guard property, put the fox to guard the chickenhouse |
- η ~ στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται ironically, of a person having in mind sth of whose acquisition he dreams (syn όποιος πεινά καρβέλια βλέπει στον ύπνο του) |
- στο δόκανο δεν μπαίνει δυο φορές η ~ one does not make the same mistake twice, one learns from experience |
- παλιά ~ στην παγίδα δεν πιάνεται (same meaning) |
- η γριά ~ δεν πιάνεται με ξόβεργες the experienced person is not easy to deceive |
- σα γεράση η ~ γίνεται καλόγρια a person in old age necessarily becomes pious |
- η ~ είχεν αργατιά κ' εκείνη ακριδολόγα (s. ακριδολογώ) |
- η ~ δεν κοιτάει την κομμένη ουρά της παρά γελάει με των αλλωνών (τις ουρές) one laughs at the defects of others instead of correcting his own |
- | η Kατινίτσα ήταν η ~ με την κομμένη ουρά (Xenop) |
- ο δάσκαλος στεκόταν μπροστά στο κάθε παιδί και το εξέταζε με τα μάτια του, που λάμπανε σαν της αλεπούς, από τα νύχια ίσαμε την κορφή (Panagiotop) |
- το μάτι της αλεπούς γυαλιστερό, ξυπνό, διαολεμένο (Venezis) |
- ήταν το δάσος γεμάτο λύκους κι αλεπούδες και τσακάλια (Kovvatzis)
- ⓐ fig sly or cunning person, a cunning fox, trickster, rogue (syn δολερός άνθρωπος, ο πανούργος, ο πονηρός άνθρωπος, παμπόνηρος άνθρωπος):
- αυτός είναι μια ~ |
- είναι μια ~! he is so cunning! |
- σου είν' αυτός μια ~! |
- γριά ~ a seasoned, master, sly person |
- παλιά ~ a cunning blade |
- είναι μεγάλη ~ is a sly dog |
- αυτή την ~ να ξεγελάσης; he is unexcelled in slyness |
- ο Mαυρόλυκος είναι ~ |
- ~ η Tουρκιά |
- poem είν' ~, και τι ~ (Stavrou Ar)
- ② ~ και κοτόπουλα, tag game like Lame Fox and Chickens
- ③ bot a variety of wine-producing grape cultivated in the Peloponnesus and Zakynthos, perhaps the variety called ροδίτης or a variety thereof
- ④ ichth ~ (της θάλασσας), thresher, fox shark, Alopias vulpinus
[ModG αλεπού, αλουπού & αλωπού fr MG αλεπού, αλουπού & αλωπού ← MG αλωπώ, this in turn der of anc (Soph. fr 242) adj ἀλωπός 'fox-like, sly']
- ① zoo fox, esp the common red fox, Vulpes vulpes:
- αλεπουδάκι [alepu∂áci] το,
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- folkt ήρθαν και τ' αλεπουδάκια της κ' έκατσαν και κείνα κοντά της (Megas) |
- prov η αλεπού εκατό χρονώ, τ' αλεπουδάκια εκατό δέκα (s. αλεπόπουλο)
[der of αλεπούδι]
- fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- αλεπουδήσιος, -α, -ο [alepu∂ísjos]
- fox-like, foxy, vulpine:
- η αλεπουδήσια η μούρη του, η ματιά του δεν κατακαθόταν (Venezis) |
- ακούμπησε τ' αλεπουδήσια μάτια του πάνω στον ωκεανό (id.) |
- (η έκφραση των ματιών) είχε κάτι το κρυερό, κάτι το μουλωχτό, τ' αλεπουδήσιο (Levantas) |
- poem τις δολερές | αλεπουδήσιες παλιές πονηριές | να τις αφήσουμε τώρα για πάντα (Stavrou Ar)
[der of αλεπού, pl αλεπούδες w. suff -ήσιος]
- fox-like, foxy, vulpine:
- αλεπούδι [alepú∂i] το, (& αλουπούδι) region.
- fox cub (syn in αλεπόπουλο)
[der of αλεπού]
- αλεπουδιά [alepu∂já] η, region.
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
- ν' αφήσης τις αλεπουδιές
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ιά]
- slyness, cunningness (syn πανουργία, πονηρία):
- αλεπουδίσιος -α -ο [alepuδísxos] Ε4 : που ανήκει στην αλεπού ή που τη χαρακτηρίζει: Aλεπουδίσια ουρά. Aλεπουδίσια πονηριά / μάτια, σαν της αλεπούς.
[αλεπουδ- (αλεπού) -ίσιος]
- αλεπουδίτσα [alepu∂ítsa] η,
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- poem πασπατευτά μια ρούσα πρόβαλε στα θάμνα ~ (Kazantz Od 20.686)
[der of αλεπού, fr stem of pl αλεπούδ-ες, w. suff -ίτσα]
- little fox, fox cub (syn in αλεπόπουλο):
- αλεπούτσα η· αλουπούτσα· αλωπούτσα.
-
- Aλεπού:
- (Διήγ. παιδ. 429).
[πιθ. <ουσ. *αλεπίτσα (ΙΛ, ιδιωμ. τ. αλου‑, αλω‑, κ.ά.) με επίδρ. της λ. αλεπού (Georgacas 1982: 362)]
- Aλεπού: