Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεποπορδή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεποπορδή [alepopor∂í] η, (& αλουποπορδή) bot, region. (continental
  • Greece:
    • Peloponnesus, Sterea, Epirus, Ionian Islands) |
    • any of the fungi of the genus Lycoperdon (syn πορδομανίταρο)

[cpd w. πορδή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες