Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξιπτωτιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεξιπτωτιστής ο [aleksiptotistís] Ο7 θηλ. αλεξιπτωτίστρια [aleksiptotí stria] Ο27 : 1.αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο, συνήθ. οπλισμένος στρατιώτης που πέφτει από αεροπλάνο, για να καταλάβει εχθρικές θέσεις ή για άλλους στρατιωτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) ειρωνικά και μειωτικά, για άτομο που, χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα ή την πείρα, εμφανίζεται ξαφνικά σαν ουρανοκατέβατος και παίρνει κάποια θέση, παραγκωνίζοντας άλλους καταλληλότερους: Έπεσε σαν ~ κι έγινε διευθυντής. Διάφοροι αλεξιπτωτιστές που παριστάνουν τους δημοσιογράφους.

[λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. parachutiste· λόγ. αλεξιπτωτισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξιπτωτιστής [aleksiptotistís] ο, air force
  • parachutist, paratrooper:
    • αλεξιπτωτιστές parachute troops, paratroops |
    • βρέθηκαν νεκροί τέσσερεις αλεξιπτωτιστές |
    • ο παμπόνηρος ο κοριός, άμα δεν μπορή να ανέβη απ' του κρεβατιού τα πόδια, πάει από πάνω και σου κάνει τον αλεξιπτωτιστή (Grigoris) |
    • το μνημείο θυμίζει την εισβολή των αλεξιπτωτιστών τους (sc των Γερμανών) στην Kρήτη (Varelas)

[neol, der of αλεξίπτωτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες