Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλεξιπτωτισμός ο [aleksiptotizmós] Ο17 : το άθλημα της πτώσης από μεγάλο ύψος με αλεξίπτωτο.
[λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. para chutisme]