Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξανδρινός -ή -ό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αλεξανδρινός, επίθ.
  • Που προέρχεται από την Aλεξάνδρεια:
    • αλεξανδρινόν σκουλίν (Περί γέρ. 104).
  • Τ. ’Λεξανδρινός ως εθν.= ο κάτοικος της Aλεξάνδρειας:
    • (Aλεξ. 569).

[μτγν. επίθ. αλεξανδρινός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεξανδρινός -ή -ό [aleksanδrinós] & αλεξαντρινός -ή -ό [aleksandrinós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στους κατοίκους της ή που προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tο αλεξανδρινό λιμάνι. Aλεξανδρινές εμπορικές εταιρείες. Aλεξανδρινοί έμποροι. Ο ~ ποιητής, ο Kαβάφης. || (ως ουσ.) ο Aλεξανδρινός, αυτός που κατοικεί στην Aλεξάνδρεια ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για Έλληνα της εκεί παροικίας. || (ειδικότ.) που έχει σχέση με την Aλεξάνδρεια της ελληνιστικής περιόδου: Aλεξανδρινή εποχή, ελληνιστική εποχή. Aλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές. Aλεξανδρινοί κώδικες. H αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. (μετρ.) ~ στίχος, ιαμβικός δωδεκασύλλαβος στη γαλλική ποίηση.

[-ντρ-: ελνστ. Ἀλεξανδρινός (προφ. [ndr] )· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξανδρινός1 [aleksan∂rinós] ο, αλεξανδρινή [aleksan∂riní] η,
  • inhab of Alexandria:
    • κάτοικος της Aλεξάντρειας.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξανδρινός2, -ή, -ό [aleksan∂rinós] (L) (& αλεξαντρινός)
  • Alexandrian:
    • αλεξανδρινή εποχή, περίοδος |
    • αλεξανδρινοί χρόνοι (syn ελληνιστικοί χρόνοι) αλεξανδρινοί καιροί |
    • αλεξανδρινά χρόνια |
    • ~ βίος life in Alexandria |
    • αλεξανδρινή λογοτεχνία Alexandrian literature |
    • αλεξανδρινή φιλοσοφία (των σκεπτικών, επικουρείων, στωικών) |
    • αλεξανδρινή τέχνη |
    • αλεξανδρινή βιβλιοθήκη the ancient library in Alexandria |
    • αλεξανδρινοί λόγιοι και σχολιαστές |
    • ο ~ ποιητής (sc ο Kαβάφης) |
    • ~ κώδικας |
    • αλεξανδρινά σχόλια Alexandrian commentaries |
    • ~ στίχος iambic twelve-syllable line in French poetry, alexandrine |
    • αλεξανδρινό επίγραμμα |
    • αλεξανδρινοί επιγραμματοποιοί |
    • αλεξανδρινή παροικία Greek colony in (modern) Alexandria |
    • αλεξανδρινό περιοδικό Greek magazine of (modern) Alexandria |
    • αλεξαντρινό καΐκι, αλεξανδρινές ντομάτες, αλεξανδρινοί καθρέφτες |
    • οι αλεξανδρινοί τραγικοί Mοσχίων και Σωσίθεος αποφεύγουν τις αναλύσεις (Kakridis) |
    • poem όλ' η παράφορη αλεξαντρινή ζωή του all his reckless Alexandrian life (Kavafis) |
    • παιδί αλεξαντρινό, εικοσιπέντε χρόνων (id.) |
    • και πάρτε τ' αλεξανδρινά τα χτένια (Skipis) |
    • παλιού καιρού αλεξανδρινές κοκέτες |
    • | ψιλή, δασεία και υπογεγραμμένη κλ (Konstantinidis-X.)

[fr MG αλεξανδρινός ← K, der of Aλεξάνδρεια w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες