Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξίφλογος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξίφλογος, -η, -ο [aleksífloγos] (L)
  • flameproof

[neol, cpd of αλεξι- & φλοξ; cf ολό-, πυρί-, πολύ-φλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες