Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξίπτωτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλεξίπτωτο το [aleksíptoto] Ο42 : συσκευή κατασκευασμένη από λωρίδες λεπτού υφάσματος, που όταν ανοίγει παίρνει το σχήμα ομπρέλας και επιβραδύνει την πτώση ανθρώπων ή αντικειμένων που έχουν προσδεθεί σε αυτή, εξασφαλίζοντας την ομαλή προσγείωσή τους: Οι στρατιώτες έπεσαν με ~. Έριξαν πολεμοφόδια με αλεξίπτωτα. || παρόμοια συσκευή για την επιβράδυνση αεροσκαφών που τροχοδρομούν ή αγωνιστικών αυτοκινήτων.

[λόγ. αλεξι- + ουδ. του ελνστ. πτωτός `που μπορεί να πέσει΄ (π.χ. ελνστ. ἀδιάπτωτος `που δεν πέφτει΄) μτφρδ. γαλλ. parachute]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξίπτωτο [aleksíptoto] το, aviat
  • parachute, chute:
    • ~ κάθισμα χειριστή or ~ τύπου χειριστή seatpack parachute |
    • ~ παρατηρητή chestpack parachute |
    • ~ πλήρες parachute assembly

[neol, cpd of αλεξι- and πτωτόν: πίπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες