Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεξήλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεξήλιο [aleksílio] το, (L)
  • parasol;
  • ⓐ photogr sunshade (syn κοντρ λυμιέρ, Fr contre-lumière)

[new cpd of AG ἀλέξω 'avert' & eλιος; cf αλεξήνεμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες