Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλειμματοκέρι το [alimatokéri] Ο44 : κερί κατασκευασμένο από λίπος (στεατίνη).
[αλειμματ- (άλειμμα) -ο- + κερ(ί) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλειμματοκέρι [alimatocéri] το,
- tallow candle (syn ξυγκοκέρι):
- ο Aχμέτ ζυγώνει αναμμένο το ~ πρώτα στη λουμπάρδα (Kampouroglou)
[cpd of άλειμμα & κερί]
- tallow candle (syn ξυγκοκέρι):