Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεγράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεγράρω [aleγráro] aor αλεγράρισα & αλέγραρα, aor subj αλεγράρω
  • ① trans make one gay, merry:
    • ξέρει ν' αλεγράρη την παρέα |
    • ήρθε και μας αλεγράρισε |
    • (ο Πέτρος) θέλησε ν' αλεγράρη τη διάθεσή τους (DOikonomidis)
  • ⓐ intr become merry, be joyful (syn γίνομαι αλέγρος, ευθυμώ, ευφραίνομαι):
    • ήρθε ο γιος τους κι αλεγράρανε |
    • ας αλεγράρουμε λιγάκι στις γιορτές |
    • να πάτε εκδρομή ν' αλεγράρετε
  • ② invigorate, brace up (syn ζωογονώ):
    • το κρασί αλεγράρει τον άνθρωπο wine braces man up (syn ζωογονεί τον άνθρωπο)

[fr It allegrare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες