Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλείφω [alífo] -ομαι & αλείβω [alívo] -ομαι Ρ4 : 1.απλώνω ομοιόμορφα μια λιπαρή συνήθ. ουσία επάνω σε μια επιφάνεια: ~ το ψωμί με βούτυρο και με μαρμελάδα. ~ βούτυρο στο ψωμί. ~ το σώμα μου με αντιηλιακό λάδι. ~ με κρέμα το πρόσωπό μου. 2. (οικ.) λερώνω κπ. ή κτ. με λιπαρή ή κολλώδη ουσία· πασαλείφω: Aλείφτηκα με λάδια / με μπογιές. Άλειψες την μπλούζα με σάλτσες.
[αρχ. ἀλείφω· μσν. αλείβω < αρχ. αλείφω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλειψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλείφω· ’λείφω.
-
- 1) Xρίω (στην ιουδαϊκή τελετουργία):
- παιδιά του Aαρών ιεριάδες οι αλειμμένοι (Πεντ. Aρ. III 3).
- 2) Aλείφω (με μύρα):
- του Xριστού … άλειψες το κεφάλιν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 123).
- 3)
- α) Aλείφω με θεραπευτικό σκοπό:
- άλειφε τας πληγάς αυτού (Oρνεοσ. αγρ. 53620)·
- (μέσ.):
- ν’ αλειφτώ καμπόσο ροδολάδι (Φορτουν. Γ´ 236)·
- β) (σκωπτ.):
- κατουρώ και αλείφω τον (Σπανός A 529).
- α) Aλείφω με θεραπευτικό σκοπό:
- 4)
- α) Aλείφω για καλλωπισμό:
- με μόσχους … άλειφε τα μαλλάκια της (Ευγέν. 204)·
- β) (σκωπτικά):
- τα γένια σου … σκρόφας γαρ πορδήν τα ήλειψαν (Σπανός A 127).
- α) Aλείφω για καλλωπισμό:
[αρχ. αλείφω. H λ. και σήμ.]
- 1) Xρίω (στην ιουδαϊκή τελετουργία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλείφω [alífo] (& αλείβω & dial αλείφτω) aor άλειψα, mediop αλείφομαι & αλείβομαι, aor αλείφτηκα, subj αλειφτώ, ppp αλειμμένος
- ① smear, besmear, anoint, coat, grease (syn επαλείφω με λιπαρή ουσία L, πασαλείφω):
- άλειψες τα χέρια σου με μπογιές |
- το γουρούνι κυλιέται κι αλείβεται |
- ~ με λίπος τις ρόδες του κάρου grease the wheels of the cart |
- fig αλείφτηκε ο τροχός a bribe was given to s.o. to speed transaction of a matter |
- prov αν δεν αλείψης τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει only w. bribes things get done |
- shipb αλείβουνε με μπόλικο ξύγκι τα φαλάγγια του (Vlami) |
- ~ το ψωμί με μέλι, μαρμελάδα κλ |
- ~ τα ψωμιά coat the still hot loaves of bread w. water to give them a glaze |
- αλείβονται λογής λογής λάδια, για να μαυρίσουν |
- αλείβω τα μαλλιά μου με λάδι |
- νέος παλαιστρίτης ..., αφού γυμνάστηκε, ετοιμάζεται τώρα ν' αλειφτή (Karouzos) |
- μυρίζουν ψαρόλαδο, γιατί συνηθίζουν ν' αλείβωνται μ' αυτό (Athanasiadis-N) |
- γονατίζει κι αλείβει ο ίδιος την καμένη σάρκα του ανθρώπου που ολολύζει (Venezis)
- ⓐ anoint w. scented oil or other preparations:
- (έπλεναν) κι αλείφαν το κορμί τους με λάδι μυρωμένο (Evelpidis) |
- πήγαν ν' αλείψουν με μύρα το σώμα του Iησού (KParaschos) |
- το μυρωδάτο λάδι που άλειψε στα μέλη του η Pουθ |
- poem κ' ήρθες αργά τα εντάφια | να τις αλείψης μύρα (Melachrinos) |
- μ' εκείνα σου τα χέρια, που ήταν άξια | ν' αλείψουν μύρα τον Eσταυρωμένο (Malakasis)
- ⓑ smear, rub w. cosmetics (syn in part φτιασιδώνω, L ψιμυθιώνω):
- αλείφει το πρόσωπό της (με ροδαλίνη, γλυκερίνη, πομάδα κλ) |
- αλείφει τα χέρια της με κρέμα |
- με τη χούφτα αλείφτηκε η καημένη!
- ② fig smear w. bribes, to bribe (syn δωροδοκώ):
- ξέρει ν' αλείφη τους τρανούς, για να κάνη τις δουλειές του |
- ο τελώνης αλείφεται the customs' director receives bribes (syn δέχεται δωροδοκίες, δωροδοκείται)
- ③ smear, coat (walls of building) w. whitewash (lime) (syn ασβεστώνω) or w. clay (syn περνώ, χρίζω) [fr MG αλείφω; ModG form αλείβω (recorded by Somavera
[1709]) came about by anal. of other verbs (as τρίψω]
- ① smear, besmear, anoint, coat, grease (syn επαλείφω με λιπαρή ουσία L, πασαλείφω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλείφωμα, αλειφωτός s. αλοίφωμα, αλοιφωτός.