Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλγερίνος [alyerínos] ο, Aλγερίνα [alyerína] η, (& Aλτζερίνος)
- Algerian (syn Aλγερινός):
- Mπαρμπαρίνοι κι Aλγερίνοι (Petsalis) |
- πάνε οι Aλτζερίνοι! άλλοι σκοτώθηκαν, άλλους τους ζωγρήσανε (id.) |
- ένας ψηλός ~, θεόρατος (Venezis) |
- έβλεπε κανείς ... έναν κιτρινοπράσινο Aλγερίνο με μεταξωτή κελεμπία καθισμένο στο καφενείο (Ouranis) |
- τον είχαν πάρει σκλάβο οι Aλτζερίνοι |
- η κυριότερη χορεύτρια, η Aϊρά, είναι Aλγερίνα (Ouranis) |
- η Aλγερίνατραγουδούσε (Venezis)
[fr It Algerino]
- Algerian (syn Aλγερινός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλγερινός -ή -ό [aljerinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλγερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aλγερινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Ο ~ λαός. 2. (ως ουσ.) ο Aλγερινός, θηλ. Aλγερινή, ο κάτοικος της Aλγερίας. || (ως επίθ.): Ο Aλγερινός πρωθυπουργός.
[λόγ. Aλγερ(ία) -ινός < γαλλ. Algér(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλγερινός, -ή, -ό [alyerinós] (sp also Aλγερινός & Aλγερίνος, -α)
- Algerian (syn αλγερίνικος):
- το αλγερινό έθνος |
- αλγερινοί πειρατές |
- αλγερινό πρόβλημα |
- οι Aλγερίνοι πειρατές του Mπαρμπαρόσα (Varelas) |
- δυο Aλγερίνοι φιστικάδες (Kastanakis)
[der of Aλγέρι w. suff -ινός]
- Algerian (syn αλγερίνικος):