Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλγεινό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλγεινό [alyinó] το,
  • distressing matter, sorrowful event:
    • η ζωή του είναι το παθητικό, το παράδοξο και το ~ (Papantoniou)

[substantiv. n of αλγεινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλγεινός -ή -ό [aljinós] Ε1 : (λόγ.) δυσάρεστος, θλιβερός, συνήθ. στην έκφραση αλγεινή εντύπωση: H συμπεριφορά του μου προξένησε αλγεινή εντύπωση.

[λόγ. < αρχ. ἀλγεινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλγεινός, -ή, -ό [alyinós] (L)
  • ① causing pain (to body or mind), painful (syn οδυνηρός):
    • αλγεινή εγχείρηση |
    • κάτι το αλγεινό |
    • αλγεινή απογοήτευση, αλγεινή αποτυχία |
    • αναμνήσεις αλγεινές |
    • αλγεινή διάθεση |
    • οι αλγεινές αντιφάσεις της ζωής |
    • καταστάσεις αλγεινές συνήθως |
    • το αλγεινό σημείο της διαδικασίας |
    • υπέχω ευθύνη, γιατί μπορούσα να είχα κάνει κάτι άλλο και όμως έκανα αυτό (Papanoutsos) |
    • μια έγνοια έχουν ... πώς ν' αλαφρώσουνε το αλγεινό αλυσίδωμα της χριστιανοσύνης (Patsalis) |
    • εκείνη την αλγεινή και ζοφερότατη (περίπτωση) που έζησε ο Kαρυωτάκης (Peranthis) |
    • τοιμάζει για τον εαυτό του μιαν αλγεινήν ηδονή (Myriv) |
    • η αλγεινή εγκαρτέρηση με την οποία εβγήκε από την αίθουσα (Karyotakis) |
    • αγχώδης και ~ ο ανθρώπινος "λόγος" (Papanoutsos) |
    • είναι οι εποχές της στειρότητας οι σχεδόν δυσβάσταχτα αλγεινές, γιατί μας πλημμυρίζουν μ' ένα συναίσθημα ολοκληρωτικής κατωτερότητας (Thrylos) |
    • για ποιον υποβαλλόμαστε στην κοπιαστική κι αλγεινή, σαν κάθε γέννα, προβολή και μορφοποίηση του εσωτερικού μας κόσμου ...; (id.)
  • ② sorrowful, distressing (syn δυσάρεστος, λυπηρός, ant ευχάριστος, χαρμόσυνος, χαροποιός):
    • η είδηση προκάλεσε αλγεινή εντύπωση |
    • αλγεινή απομόνωση |
    • αλγεινή περιπέτεια |
    • αλγεινή νοσταλγία για τα παράφορα νιάτα |
    • μια έκφραση αλγεινή πάνω στο πρόσωπό της (KPolitis) |
    • το αλγεινό συναίσθημα της μειονεκτικότητας |
    • η καταδίκη από το κοινό είναι ακόμη σκληρότερη, πικρότερη, αλγεινότερη από την αποτυχία σε εξετάσεις (Thrylos)

[fr AG ἀλγεινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες