Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλγεινά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλγεινά [alyiná] adv
  • ① painfully (syn με πόνο, οδυνηρά):
    • ιώ ιώ φώναζε ~ ο αρχαίος (Panagiotop)
  • ② distressingly, sorrowfully:
    • την ώρα του αποχαιρετισμού πιστεύαμε ~ ότι χανότανε κάτι (Thrylos) |
    • δεν αισθανόμαστε ~ το χαμό της (id.)

[der of αλγεινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες