Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλγεβρικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλγεβρικός -ή -ό [aljevrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άλγεβρα: Aλγεβρική εξίσωση / παράσταση. Aλγεβρικοί αριθμοί / τύποι. αλγεβρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. algébrique < algèbr(e) = άλγεβρ(α) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλγεβρικός, -ή, -ό [alyevrikós] math
  • algebraic:
    • αλγεβρική γεωμετρία algebraic geometry |
    • ~ αριθμός algebraic number |
    • αλγεβρικό άθροισμα algebraic sum |
    • ~ τύπος algebraic formula |
    • αλγεβρική συνάρτηση algebraic function |
    • αλγεβρικό σύμβολο algebraic symbol |
    • αλγεβρικό πρόβλημα |
    • αλγεβρική εξίσωση algebraic equation |
    • αλγεβρική παράσταση algebraic expression |
    • αλγεβρική καμπύλη algebraic curve |
    • αλγεβρική δομή |
    • ο φυσικός καταφεύγει σε αλγεβρικούς τύπους για να εξηγήση ένα φυσικό φαινόμενο (Tatakis) |
    • η αισθητική εμπειρία είναι όχι τύπος ~ ..., αλλά μια ποιότητα που έχουν οι συγκινήσεις μας, όταν εγγράφωνται κλ (Papanoutsos)

[der of άλγεβρα w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες