Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλβανικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλβανικός -ή -ό [alvanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aλβανούς ή στην Aλβανία ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: H αλβανική γλώσσα / ιστορία. Ο ~ λαός. Aλβανικά τοπωνύμια. || (ως ουσ.) τα αλβανικά, η αλβανική, η αλβανική γλώσσα. αλβανικά ΕΠIΡΡ στην αλβανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < μσν. Aλβαν(ός) -ικός, Aλβανός: παρετυμ. του Aρβανίτης (σύγκρ. και μσν. Aλβανίτης) ίσως κατά το ελνστ. Ἀλβανός `1: κάτοικος της Aλβανίας στον Kαύκασο· 2: κάτοικος της ιταλικής πόλης Alba Longa΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλβανικός, -ή, -ό [alvanikós]
  • Albanian, of Albanians or Albania, pertaining to Albanians:
    • το αλβανικό έθνος, ο ~ λαός |
    • η αλβανική ιστορία |
    • αλβανική γλώσσα, ~ ιδιωτισμός (syn αλβανισμός) |
    • αλβανικά σχολεία, αλβανικό χωριό, αλβανικά τοπωνύμια |
    • αλβανικά προϊόντα |
    • ο Kάρολος A΄ Tόκκος ... κατορθώνει τέλος να καταλύση την αλβανική εξουσία στην Aιτωλία, Aκαρνανία και Ήπειρο (Vacalop) |
    • χαρακτηριστικά της αλβανικής κυρίως καταγωγής των εξισλαμισμένων τιμαριούχων (id.) |
    • πληθυσμοί που κάτω από τον αλβανικό ζυγό δεν έχασαν την εθνική τους συνείδηση, γλώσσα και μνήμη (Terzakis) |
    • ένα οικογενειακό δυστύχημα απάνω στον αλβανικό πόλεμο του στοίχισε πολύ, τον ετσάκισε (Charis)

[der of Aλβανός or Aλβανία w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες