Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαφρώνω [alafróno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) ελαφρώνω.

[μσν. αλαφρώνω < ελαφρώνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. ἐλαφρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαφρώνω· ελαφρώνω· ’λαφρώνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Kάνω κ. ελαφρό, ανεκτό, υποφερτό:
        • (Eρωτόκρ. A´ 840 κριτ. υπ.
      • β) λιγοστεύω:
        • το χρος του ν’ αλαφρώσει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 150· Eρωτόκρ. A´ 848
      • γ) ανακουφίζω:
        • τον πόθο ν’ αλαφρώσει (Eρωτόκρ. Γ´ 373).
    • 2) Aναπαύω, ξεκουράζω:
      • αλάφρωσε τα μέλη (Zήν. B´ 437).
    • 3) Kάνω κ. ανεκτότερο, απαλλάσσω από κ.:
      • εκ την σκλαβιάν αυτούνους να ’λαφρώσει (Xούμνου, Kοσμογ. 2032).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Γίνομαι ελαφρότερος:
        • μην αλαφρώσει ο στόμαχος εκ της πολυφαγίας (Προδρ. IV 591
      • β) γίνομαι ανεκτός, υποφερτός:
        • ν’ αλαφρωθούν τα βάρη (Φαλιέρ., Iστ. 696).
    • 2)
      • α) Aνακουφίζομαι:
        • ο νους δεν ελαφρώνουντον, ουδ’ οι πληγές εγιαίνα (Eρωτόκρ. A´ 1758
      • β) (μέσ.) απαλλάσσομαι από κ. ή κάπ., γλυτώνω:
        • από τ’ αμαρτήματα πού ’χαν ελαφρωθήκαν (Διγ. O 1212).

[<μτγν. ελαφρόω. Oι τ. στο Βλάχ. και σήμ. (ο τ. ’λαφρώνω ιδιωμ.). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρώνω [alafróno] (& ελαφρώνω [esp prose lit] & region. & lit λαφρώνω) aor αλάφρωσα(& ελάφρωσα, λάφρωσα), mediop αλαφρώνομαι, aor αλαφρώθηκα, ppp αλαφρωμένος
  • Ⓐ trans
  • ① make lighter, lighten, lessen, reduce (syn in αλαφραίνω 2):
    • ~ το φορτίο lighten the load |
    • ο αγωγιάτης αλάφρωσε το φόρτωμα του ζώου (του γαϊδουριού κλ) |
    • μου είχαν ελαφρώσει τα σκεπάσματα |
    • αλάφρωνα το σταφυλοφορτωμένο κλήμα από το βάρος του |
    • αλάφρωσα λίγο τα μαλλιά μου I had my hair clipped, so it became lighter |
    • ~ την ποινή mitigate the penalty |
    • ~ τη λύπη alleviate grief |
    • προσπαθεί να ελαφρώση τον πόνο του |
    • έλα να με αλαφρώσης από το βάρος που αισθάνομαι μέσα μου (Palam) |
    • αν κατορθώσουν σιγά σιγά να ελαφρώσουν τα δεσμά της σοβιετικής απολυταρχίας (Theotokas) |
    • έπλεκε τραγούδια κι αλάφρωνε το ντέρτι του (Kazantz) |
    • από τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης αλαφρώνουν την εργασία (των εγκύων γυναικών) (id.) |
    • (αυτά) δημιουργούν σκιές που αλαφρώνουν το βάρος του θριγκού (Miliadis) |
    • (προίκα δίνεται) για να ελαφρώση τα βάρη του γάμου (Christidis AK) |
    • (το στρατηγείο χτύπησε) για να αλαφρώσει την πίεση του εχθρού στους άλλους τομείς (Terzakis) |
    • σκοπός του ήταν αντίθετα την κατάθλιψη να την αλαφρώσει, να την διασκεδάση (Thrylos) |
    • (οι συγγραφικές αρετές του Pοΐδη) ελαφρώνουν τον φόρτο της επιχειρηματολογίας (Dimaras) |
    • επίθετα ικανά να ελαφρώσουν το βάρος του, π.χ. pia fraus, γι' αυτόν δεν υπάρχουν (Papanoutsos) |
    • το πατριωτικό μένος του ενόχου ελαφρώνει την ποινή του εγκλήματος (id.) |
    • αναφέρω τις δυσχέρειες, όχι για να ελαφρώσω την ευθύνη (Chourmouzios) |
    • poem για να σύρω τα πόδια όπως όπως, | λιγάκι αλαφρώστε μου τα σίδερα (Palam) |
    • καλοκαιριάς προμήνυμα αλαφρώνει | τα σύγνεφά του! (sc του ελληνικού φθινοπώρου)(Xydis)
  • ⓐ mi αλαφρώνομαι be lightened, reduced:
    • να βάλετε τίμιους ανθρώπους να σας βοηθήσουν λικρινώς ν' αλαφρωθούνε τα δεινά μας (Makryg)
  • ⓑ unburden, free from, relieve s.o. from sth (syn απαλλάσσω από):
    • πρέπει ν' αλαφρώσουμε τους ανθρώπους από τα βάσανα |
    • αλάφρωσε την καρδιά του από το βάρος της υποψίας |
    • θα ελάφρωνε τον τόπο από τη φρίκη |
    • θ' αλαφρώση το λαό από το βάρος της φορολογίας |
    • (η αναζήτηση αυτή) αλαφρώνει την ψυχή από τα σκοτεινά πάθη (Charis) |
    • στην πρόοδο της σκηνοθετικής εργασίας εφθάσαμε αλαφρώνοντας τις σκηνογραφίες από το υλικό βάρος τους να καταργήσωμε και τους σκηνογράφους (Melas) |
    • θέλει ν' αλαφρώση ... τη μνήμη του ... από μια τρομερή και ατιμωτική παρεξήγηση (Nirvanas) |
    • ό,τι μας αλαφρώνει από τη γήινη ύπαρξή μας είναι ... η ικανότητα για έκσταση (Chatzinis) |
    • τους ελαφρώνει από τα στοιχεία των αντιφάσεών τους (Karantonis) |
    • να ελαφρώσωμε τη συνείδησή μας από το ασήκωτο βάρος των ευθυνών (Papanoutsos) |
    • | mi be unburdened, be freed, be relieved (from sth) |
    • αλαφρωμένος είναι σήμερα ο άρρωστος |
    • (αγνοούσαν) από τι βάρος αλαφρώνονταν, αν ήταν αγωνία ή η απελπισία της αναμονής (Venezis) |
    • (το υλικό του μυθιστορήματος) δεν αλαφρώθηκε από καθετί το περιττό (Charis)
  • ② ease, alleviate, sth by reducing weight, labor, expenses, pressure, by lessening distress, discomfort, pain, grief etc (syn in αλαφραίνω 1b):
    • αλαφρώνουν το χέρι που σηκώνει την αξίνα (Iatridi) |
    • μπορούμε ν' αλαφρώσουμε τη θέση των ξένων |
    • αυτό μου αλάφρωσε την καρδιά that has taken a weight off my mind |
    • η σύγκριση δε μου αλάφρωνε την καρδιά (Charis) |
    • τι πρέπει να κάμω για ν' αλαφρώσω την ψυχή μου ...; (Venezis) |
    • το χιούμορ υπάρχει στο πεζογράφημα, για ν' αλαφρώση μια ... δραματική ατμόσφαιρα (Sachinis) |
    • poem ίασμοι και ρόδα ...|...| θα λαφρώσουν τον ύπνο μου εράσμια (NPapas) |
    • τριαντάφυλλο άλικο ξεφούντωσε κι αλάφρωσε το στήθος (Kazantz Od 18.955)
  • ⓒ w. dir obj bring relief to s.o., relieve s.o.:
    • το γιατρικό τον αλάφρωσε |
    • τον αλάφρωσαν οι βεντούζες |
    • μ' αλαφρώνει το παιδί μου στη δουλειά |
    • έγινε δάσκαλος κ' ελάφρωσε οικονομικώς την οικογένειά του |
    • ο σκοπός του ήταν να τον αλαφρώση, να τον σώση (Xenop) |
    • η συγκίνηση και τα δάκρυα που μας γεννά ο ποιητής ... είναι σα να μας δίνουν φτερά, αλαφρώνουν, ανακουφίζουν (Palam) |
    • το αίσθημα της ισότητος ... τον ελάφρωνε και τον γέμιζε κέφι (Theotokas) |
    • η ομορφιά του τοπίου τον αλαφρώνει δίνοντάς του τη χάρη της Aττικής (Venezis) |
    • τίποτα δεν καταφέρνει να την παραμερίση (sc την ενοχή), να την αλαφρώση έστω (Charis)
  • Ⓑ intr
  • ③ lose weight, lessen in weight, become lighter, grow light (syn in αλαφραίνω 2):
    • αλαφρώνει το φόρτωμα |
    • αλάφρωσε η αρρώστια the ailment became lighter |
    • θέλοντας να ελαφρώση για να ξεφύγη έριξε τις νάρκες του στην τύχη (Theotokas) |
    • στη βυζαντινή αρχιτεκτονική οι μορφές χάνουν τον όγκο τους, χάνουν φαινομενικά το βάρος τους, ελαφρώνουν και εξαϋλώνονται (Michelis) |
    • το περατό περίβλημα του ναού απομακρύνεται και ελαφρώνει (id.) |
    • πλείστα από τα παλιότερα φιλοσοφικά συστήματα θα ελαφρώσουν καταπληχτικά (Lambridi) |
    • poem λαφρώνει ο νους κ' η σάρκα γίνεται στην άγρια πείνα πνέμα (Kazantz Od 16.424) |
    • κ' η σάρκα ήρτε κι αλάφρωσε | σαν αλαφρόπετρα πελάου (Sikel) |
    • νεροποντή κ' επέρασε και πάλι ο ήλιος λάμπει | κι αλάφρωσε γη κι ουρανός (Malakasis)
  • ⓓ be unburdened, be freed (from):
    • τα νεύρα του είχαν αλαφρώσει από το φόρτωμα |
    • αλάφρωσα από τα χρέη |
    • αλάφρωσε από τους πόνους και κοιμήθηκε λιγάκι |
    • αλαφρώνουν από τις καθημερινές έγνοιες (Kazantz) |
    • (οι σωζόμενες τραγωδίες) έπρεπε να ελαφρώσουν από τα ανοικονόμητα χορικά (Giatras) |
    • με το να κάνης μιαν ελεημοσύνη σ' ένα φτωχό δεν αλαφρώνεις από το βάρος τη παγκόσμιας ενοχής σου (Vasilikos)
  • ⓔ improve (syn καλυτερεύω):
    • ο άρρωστος αλάφρωσε λίγο και θέλει να σηκωθή από το κρεβάτι
  • ④ grow light, be relieved (syn ανακουφίζομαι):
    • αλάφρωσε το κουρασμένο σώμα |
    • ήπια μια λεμονάδα κι αλάφρωσα |
    • παίξε μου ένα χαρούμενο σκοπό ν' αλαφρώσω |
    • ξομολογήθηκε στον παπά κι αλάφρωσε |
    • αλάφρωσε η καρδιά του |
    • ένοιωσα την καρδιά μου να ελαφρώνη I felt my heart lighten |
    • αλάφρωσε η ψυχή μου |
    • όλα τα μάγια λύθηκαν, η ψυχή του ελάφρωνε πάλι (Terzakis) |
    • γράφω, έτσι ~ (Kazantz) |
    • γεμίζω τετράδια, για να ελαφρώσω (Theotokas) |
    • χρειάζεται να διακοπή και να ελαφρώση ο μονότονος ρυθμός της καθημερινής ζωής (Kakridis transl of Nilsson) |
    • poem ήπια της Άρνας το νερό, γιατρεύομαι, ~ (Palam)

[fr K ἐλαφρῶ (-όω) (Plut. in Comm. in Hesych. 41) & ByzG ἐλαφροῦται (Hesych. s. ἀλεγύνεται)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες