Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαφρός, επίθ.· ελαφρός· ’λαφρός.
-
- 1)
- α) Που δεν έχει σημαντικό βάρος·
- (εδώ) άυλος:
- (Iστ. πατρ. 911)·
- (εδώ) άυλος:
- β) (προκ. για όπλο) εύκολος στη χρήση λόγω μικρού σχήματος:
- (Θησ. Z´ [125]).
- α) Που δεν έχει σημαντικό βάρος·
- 2) (Προκ. για πολεμιστές) εφοδιασμένος με ελαφρό οπλισμό·
- (συνεκδ.) ευκίνητος:
- (Xρον. Mορ. H 3607, 7003)·
- άλογα ελαφρά να διώξουν και να φύγουν (Xρον. Mορ. H 6973).
- (συνεκδ.) ευκίνητος:
- 3) Eπιπόλαιος:
- (Πιστ. βοσκ. II 8, 14).
- 4) (Προκ. για σωματικό πόνο ή ψυχικό πάθος) όχι επαχθής, ανεκτός, υποφερτός:
- έν ελαφρό το πάθος μου (Kυπρ. ερωτ. 9224· Eρωτόκρ. Γ´ 1288).
- 5)
- α) Aνεκτός, εύκολος:
- (Xρον. Mορ. H 6260)·
- β) όχι πιεστικός, όχι απαιτητικός:
- είναι … ελαφρότεροι οπού μέλλουν να αρκεσθούν με ολίγον (Bησσ., Eπιστ. 2317)·
- γ) φρ. διαβαίνω εις το αλαφρόν = απαλλάσσομαι από ευθύνη:
- (Mαχ. 33230).
- α) Aνεκτός, εύκολος:
- 6) (Προκ. για βλέμμα) απαλός, καλοπροαίρετος:
- (Θησ. Z´ [933]).
- O πληθ. του ουδ. ως ουσ. = οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες:
- (Xρον. Mορ. H 1056).
[<αρχ. επίθ. ελαφρός. O τ. ’λαφρός στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. (Meursius, ‑ό) και ο τ. ελ‑ και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφρός -ιά -ό [alafrós] Ε2 & αλαφρύς -ιά -ύ [alafrís] Ε7 : (λαϊκότρ.) ελαφρός.
[μσν. αλαφρός, *αλαφρύς < ελαφρός, ελαφρύς με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφρός, -ιά, -ό [alafrós] ύς, -ιός, ελαφρύς region. λαφρός, λαφρύς; f αλαφριά, -ή, ελαφρή, -ιά [& region. λαφριά]; n αλαφρό, -ύ, -ιό [& region. λαφρό & λαφριό], ελαφρύ [region. λαφρύ]) (see
- also ελαφρός L & D)
- ① not heavy (in weight), light (syn ανάλαφρος, ελαφρός, ant βαρύς, βαριός):
- ~ σα φτερό as light as a feather |
- ξύλο αλαφρό |
- αλαφριά πέτρα |
- ελαφριά σκεπάσματα |
- φόρτωμα αλαφρό |
- ελαφρύ φορτίο light cargo |
- αλαφρό κορμί |
- αλαφρό πλεούμενο |
- αλαφριά μονόξυλα |
- αλαφρότατες βαρκούλες |
- έχει ελαφρύ (ελαφρό) χέρι is skillful (ant βαρύ χέρι) |
- σαν πούπουλο ελαφρύ ήταν το κορμάκι της (Nakou) |
- χέρια ανθρώπου τόσο αλαφριά και τόσο ατυράννιστα (Venezis) |
- folks. να πάρω τ' αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι (Gortynia)
- ⓐ το ζυγίζω από τις αλαφρές (or ελαφρές) οκάδες I weigh it on the side of the steelyard (στατέρι) designed for small weights (ant βαριές οκάδες) (s. αλαφριά f)
- ⓑ not dense, thin, flimsy, of material and clothes (syn λεπτός, αραιά υφασμένος) also fig:
- αλαφρό ύφασμα light or flimsy material |
- ένα αλαφρό σάλι a sleazy shawl |
- μέσα σ' ελαφριά πέπλα από ομίχλη (Theotokas) |
- poem κι αυτός σηκώνει τ' αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι (Mavilis)
- ② loose, light:
- αλαφρό χώμα earth light and easy to till |
- αλαφρή γη
- ⓒ not weighing or pressing heavily:
- αλαφρό να 'ναι το χώμα του (or της)! wish for a deceased person |
- poem είναι αλαφρό το χώμα σου | σαν της ελιάς το φύλλο (Solom)
- ③ not thick, not strong, watery or diluted, thin, weak, of fluids:
- αλαφρό νερό |
- αλαφρό πιοτό, αλαφρό κρασί, αλαφριά μπίρα |
- αλαφρό τσάι weak tea |
- ελαφρύς (ελαφρός) καφές coffee made w. little coffee or w. coffee mixed w. cereal roasted together (cf καφές αλαφρούτσικος) |
- έναν ελαφρύ γλυκύν (order to the waiter or cook) a light sweet coffee
- ④ faint, light, slight, mild (syn λίγος, μικρός, ανεπαίσθητος):
- άκουσα έναν αλαφρό χτύπο or αλαφρά χτυπήματα στο παράθυρο (στην πόρτα) |
- ήταν ένα αλαφρύ καρδιοχτύπι |
- μια ελαφρή κίνηση |
- ακούω έναν αλαφρότατο θόρυβο |
- τα δέντρα σαλεύαν - αλαφρότατο ψίθυρο (Venezis) |
- αλαφρό κύμα |
- αλαφρά σύννεφα |
- (το πουλάκι) χάνεται στην ελαφριά νέφωση και γίνεται ένα μαζί της (Melas) |
- μέσα σε αλαφρότατη πάχνη απλώθηκε ... η Mαδρίτη (Kazantz) |
- φυσάει ~ αέρας (αγέρας αλαφρύς) or ένα αλαφρό |
- αεράκι a light breeze |
- έν' αγέρι αλαφρύ |
- το αλαφρύ βουητό του ανέμου |
- poem μόλις κι αργοταράζει | της αύρας η αλαφρή πνοή τη νύχτια γαλήνη (Mavilis) |
- φτερούγισμα πουλιού αλαφρό (Malakasis) |
- μοναχά στην αγκαλιά | τ' αλαφρότατου τ' ανέμου, | σα διαβαίνεις το ρυάκι, | σκύβω και σε πίνω (id.). Other uses |
- ~ πόνος a slight pain |
- αλαφριά ζάλη |
- αλαφρό κρύωμα |
- είχε κάποια ελαφρή νευρικότητα |
- αλαφριά μελαγχολία |
- ένα λαφρύ τρεμούλιασμα πέρασε από την καρδιά του (Myrivilis) |
- μια ελαφριά μέθη a mild intoxication |
- αλαφριά μυρωδιά |
- αλαφρή ευωδία μοσκολίβανου (Palam) |
- μια ελαφριά ψύχρα αναδινόταν απ' τον αέρα (Karagatsis) |
- με μια ελαφριά τρεμούλα στο χέρι (KStergiop) |
- (την ψυχή του) τη διακρίνει κάποια ελαφριά χαύνωση (Kanellop) |
- (άνθρωπος) με την ελαφριά ειρωνεία του φτασμένου (id.) |
- ελαφριά είναι η προσπάθειά μου (Papatsonis) |
- στην πρώτη, ελαφριά ενημέρωσή τους στη φιλολογία (Melas) |
- έκαμα μια λαφριά αλλαγή (Stavrou) |
- ελαφριά αμέλεια (Christidis AK)
- ⓓ not deep, slight, of bow or curtsy:
- φεύγει κάνοντάς μου μια λαφριά υπόκλιση (Sfakianakis)
- ⑤ quick-moving, nimble, agile (syn γρήγορος, ευκίνητος):
- αλαφρό βήμα or βάδισμα |
- έχει αλαφρή περπατησιά or αλαφρό περπάτημα |
- είναι ~ σαν το πουλί or σαν το σκίουρο |
- ήταν πιο ~, πιο σβέλτος (Drosinis) |
- διάνεψε ... με πάτημα αλαφρό (Prevelakis) |
- poem περνάει | με πάτημα ελαφρύ κι όλη γελάτη (Mavilis) |
- έφυγε ο ύπνος την αυγή | σαν το αλαφρότερο πουλί (Zevgoli) |
- πόδια αλαφρά σαν κατσικιού (AMatsas)
- ⑥ easy to digest, eupeptic, light, of foods (syn αλαφρούτσικος, ευκολοχώνευτος, L εύπεπτος):
- αλαφρό φαΐ |
- φα το, είναι αλαφρύ, δε θα σε πειράξη
- ⑦ not heavy, deep or troubled, easy, light, of sleep (syn γαλήνιος, ήπιος, ant βαρύς):
- έχει πάντα αλαφρό (αλαφρύ) ύπνο |
- phr ύπνον αλαφρό or ύπνον ελαφρύ! sleep well!, wish to one retiring for the night |
- ύπνον αλαφρύ και όνειρα γλυκά |
- poem και παρεχύνει σε με ύπνο αλαφρό (Melachrinos) |
- όνειρο αλαφρύ (Peranthis)
- ⑧ requiring little effort or bodily energy, not exacting, easy to do (syn εύκολος, ant κουραστικός):
- αλαφριά (ελαφριά) δουλειά |
- έκαμε μ' αλαφριά κίνηση |
- εύκολη κ' ελαφριά ζωή (Melas)
- ⑨ tiny, small, slight, minor, insignificant:
- ένα ψιχαλητό αλαφριό (Pasagiannis) |
- ο λαιμός ... έχει ελαφρή κλίση προς τα εμπρός (Karouzou) |
- η αλαφρότατη λυρική πνοή, που χαρακτηρίζει την ποίησή του, δεν είχε ανάγκη, για να εκφραστή, από τη ρωμαλέα γλώσσα της γνήσιας δημοτικής παράδοσης (Melas) |
- μια ελαφριά δόση ειρωνείας (Theotokas) |
- αλαφρό αδίκημα a minor wrongdoing |
- αλαφρή γιορτή church feast for which no holiday is observed, minor holy day (syn in αλαφρογιορτή)
- ⑩ not much concerned, easy, light (syn χωρίς έγνοια, χωρίς τύψεις):
- μια ελαφριά καρδιά or συνείδηση w. a light heart |
- κρίνει τ' ατυχήματα μ' ελαφρή καρδιά |
- δεν επιτρέπεται μ' ελαφριά καρδιά ν' αναστρέφωμε το φυσικό ρυθμό της ζωής (Papanoutsos) |
- εμείς οι άλλοι θα το καταδικάζαμε (sc το γέρικο δέντρο) με αλαφριά συνείδηση (EKazantzaki in Kazantz) (syn L με ελαφρά συνείδηση) |
- η προηγούμενη ελαφριά διάθεση εξανεμίστηκε (KStergiop)
- ⑪ not complex, not requiring deep training or appreciation, light, usu of music, songs, theater etc:
- αλαφριά μουσική |
- αλαφρό θεατρικό έργο |
- συνθέτει ελαφρά τραγούδια |
- έκαμε τους αλαφρούς συνθέτες ... να τα βάλουν (sc τα τραγούδια του) στην κιθάρα (Melas)
- ⑫ of light mind or character, having sth superficial, silly, foolish (syn αλαφρόμυαλος, άμυαλος, ανόητος, λιγόμυαλος):
- είναι ~(στα μυαλά or στο νου) |
- κατάφερε να είναι ~, χωρίς να είναι επιπόλαιος (Melas) |
- είναι αλαφροί και παλαβοί (Venezis) |
- παιδιά, μη τέτοια αλαφρά λόγια για σοβαρά πράματα (Drosinis) |
- αλαφρή γυναίκα (syn λιγόμυαλη γυναίκα) |
- για τον Πλάτωνα ο ποιητής δεν παύει να είναι κάτι το κούφιο και το αλαφρό (Andronikos)
- ⓔ of loose morals, light, flighty, of women (syn L ελευθερίων ηθών):
- είναι ελαφριά she is a fly-away |
- αλαφρό θηλυκό (Melas) |
- ο άντρας της διασκέδαζε ... με ελαφρές γυναίκες (Theotokas) [αλαφρός fr MG αλαφρός; form αλαφρύς (already in Erotokr.) by anal. of ant βαρύς; λαφρός (also MG
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροσαλεμένος, -η, -ο [alafrosaleménos]
- slightly moved (syn αλαφροσάλευτος):
- poem στην αγκαλιά, βαρκούλες των κυμάτων | ερωτικές αλαφροσαλεμένες (Palam)
[ppp of αλαφροσαλεύω]
- slightly moved (syn αλαφροσάλευτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροσάλευτος, -η, -ο [alafrosáleftos]
- moved or movable by light wind, small waves etc (syn αλαφροσαλεμένος):
- αλαφροσάλευτοι ανεμόσποροι |
- τα μάτια μου αντίκρυσαν την Aφροδίτη να περπατή αλαφροσάλευτη απάνου στο κύμα (Panagiotop)
- ⓐ movable w. little effort:
- αλαφροσάλευτο έπιπλο
[der of αλαφροσαλεύω]
- moved or movable by light wind, small waves etc (syn αλαφροσαλεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροσαλεύω [alafrosalévo] αλαφροσαλεύεις, prp αλαφροσαλεύοντας, aor αλαφροσάλεψα, mediop αλαφροσαλεύομαι, aor αλαφροσαλεύτηκα, ppp αλαφροσαλεμένος
- ① trans move (sth) slightly, shake a little (syn σείω αλαφρά):
- ο σεισμός αλαφροσάλεψε το σπίτι |
- η έκρηξη αλαφροσάλεψε τα γύρω χτίρια |
- αλαφροσαλεύτηκε η λιθιά
- ② intr move a little (syn κινούμαι αλαφρά):
- η θάλασσα εκτεινόταν στο άπειρο, αλαφροσαλεύοντας και σπιθίζοντας κάτω από τη σελήνη (Tsatsos) |
- το κύμα του Aπρίλη αλαφροσάλευε στην ακρογιαλιά (Panagiotop) |
- αλαφροσάλευαν τα βάρυπνα μάτια, οι δρόμοι γέμιζαν από πλήθος πολύ (id.) |
- ο κόσμος αλαφροσάλεψε, έκαμε το σταυρό του (Prevelakis) |
- poem και το μετάξι | που απαλοσκέπαστη σε κρατούσε | και αλαφροσάλευες, το μετάξι | γλυκοθροούσε (Palam)
[cpd of αλαφρά σαλεύω]
- ① trans move (sth) slightly, shake a little (syn σείω αλαφρά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροσηκώνω [alafrosikóno] (region. & poet αλαφροσκώνω)
- ① trans lift slightly:
- poem σαν πρωτοξύπνητο πουλί π' αλαφροσκώνει τα φτερά, | πριν τη φωλιά του αφήση (Sikel)
- ② mediop αλαφροσηκώνομαι rise slightly:
- θρονιασμένος καθώς πάντα στο σοφά, ελαφροσηκώνοταν, για να χαιρετήση τον καθένα που έμπαινε (Palam)
[cpd of αλαφρά (& ελαφρά) σηκώνω; σκώνω region. for σηκώνω]
- ① trans lift slightly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροσκεπάζω [alafroscepázo] aor αλαφροσκέπασα,
- cover lightly (or with light cover or object):
- η καλή μαμά ξαγρυπνά δίπλα στο παιδί και το αλαφροσκεπάζει (KPasagiannis) |
- idiom phr μαλακό το χώμα που τον αλαφροσκεπάζει! (folkt, KPasagiannis) |
- poem τ' άνθια, που φέρνουν αγκαλίδες, | μια κόρη θ' αλαφροσκεπάσουνε | σε νεκροκρέβατου σανίδες (Malakasis)
[cpd of αλαφρά σκεπάζω]
- cover lightly (or with light cover or object):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφρόσκιωτος s. αλαφροήσκιωτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφρόσκολη [alafróskoli] η, region. = αλαφρογιορτή
[cpd of αλαφρή σκόλη]