Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρόπετρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρόπετρα [alafrópetra] η, (& ελαφρόπετρα & rarely λαφρόπετρα)
  • ① geol pumice stone (syn locally αλίσηρας, κισήρι, κισάρι, L κίσηρις):
    • σαντορινιά ~ |
    • αποτριχώνεται μ' ελαφρόπετρα |
    • naut τρίβω το κατάστρωμα με ελαφρόπετρα holystone (verb) |
    • διόροφα σπίτια, καμωμένα με μια πέτρα όμοια με ελαφρόπετρα (Vacalop) |
    • τα νησιά κρατιούνται πάνω στον αφρό σαν αλαφρόπετρες (KPolitis) |
    • πρότειναν να χρησιμοποιηθή ως υλικό του τρούλου ελαφρόπετρα (σπογγοειδής λίθος), που θα μείωνε το βάρος του (Kanellop) |
    • poem τρέχουν και ψάχνουν γι' αλαφρόπετρες τ' αγόρια (Palam) |
    • σαν το πετράδι μέσα σ' ~ | το φύλαγα για σένα τόσονε καιρό | μες στ' άλλα μου τραγούδια το τραγούδι μου (id.) |
    • κ' η σάρκα ήρτε κι αλάφρωσε | σαν ~ πελάου (Sikel) |
    • ακούγοντας να παίζη ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες (Seferis) |
    • βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην ~ | κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά (id.) |
    • αράδιασα σ' ερημικές αχτές | λαφρόπετρες και φύκια (IIoannidis)
  • ② fig lightheaded person, superficial individual, stupid person (syn αλαφρόμυαλος άνθρωπος [cf αλαφρόμυαλος 1], αλαφροπετρίτης 2):
    • ας τονε, μη συζητάς μαζί του, είναι ~ |
    • θέλω τους ανθρώπους λιγάκι σοβαρούς, όχι πάλι σχολαστικούς, πεντάντηδες, μα ούτε κ' ελαφρόπετρες (Xenop) |
    • ο Pίτσος δεν ήταν καμιά ~ άμα έλεγε "αγαπώ", θ' αγαπούσε σοβαρά (id.)

[cpd of ελαφρά πέτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες