Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρές
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρές [alafrés] οι, (& αλαφριές) f pl,
  • the side of the steelyard (καντάρι, στατέρι) showing light weights (ant βαριές):
    • ζυγιάζω από τις ~ (syn αλαφροζυγιάζω)

[substantiv. fr αλαφρές or αλαφριές (s. αλαφρός) μεριές]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες