Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφράδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφράδα [alafrá∂a] η, (& ελαφράδα)
  • ① lightness (of weight) (syn ελαφρότητα, ant βάρος):
    • η ~ της σάρκας |
    • ο αέρας είχε ~ και γλύκα |
    • καθώς περπατούσε, ένοιωθε κάποιαν ~ στο κορμί του |
    • ~ του ποδιού, του χεριού |
    • τα ωραία της ποδαράκια ... πατούσανε με την ίδια ~ τη χλόη (Nirvanas) |
    • η ερωτική ελαφράδα της μποτιτσελικής Nικητίνας στο χορό της "Φλόρας" (Melas) |
    • σαν κανείς παγανός που 'χει πόδια κι ~τράγου (Prevelakis) |
    • τα χρωματιστά κεραμίδια ... δίνουν στα ανασυρόμενα γείσα ~ και χάρη (Charis) |
    • οι χοροί της έχουν την κίνηση και την ~ της θάλασσάς τους (Venezis) |
    • poem με την ~ του Yακίνθου | ή με του Nηρέα την ξωτική ομορφιά (Sikel) |
    • χαρά στην ~ της, χωρίς φτερά πετάει (Athanas)
  • ⓐ facility, ease (syn άνεση, ευκολία):
    • είχε μια μεγάλη ~ της πένας
  • ⓑ light quality or disposition, ease, lightness (syn αλαφροσύνη):
    • απλότητα, κομψότητα και χαρούμενη ~ |
    • νοιώθω μιαν ~ |
    • έχει τη φρεσκάδα και την ~ του παιδιού |
    • παιδιάτικη ~ κι αστοχασιά |
    • παιγνίδι και ελαφράδα |
    • ~και χάρη |
    • ~ της καρδιάς και του νου |
    • οι Φαναριώτες ... εκαλλιεργούσαν με την γαλλική ελαφράδα ... ένα ελαφρό ποιητικό είδος |
    • ερωτικά ποιήματα με πολλή μελαγχολία και θλίψη (Dimaras) |
    • με το πολύ δούλεμα χανόταν από την εκτέλεση ... η ~ εκείνη που έκανε τα έργα του να αγγίζουν τον ουρανό (Karouzos) |
    • η όλη δομή παίρνει χαρακτήρα εορταστικόν ελαφράδας και χάριτος (Michelis) |
    • η χάρη, η ελαφράδα κ' η κομψότητα των τραγουδιών (Dimaras) |
    • τα λυρικά του ξαφνιάζουν με την αλαφράδα και τη δροσιά του αισθήματος (Melas) |
    • (η Nαυσικά είναι) η ~ της γης, η γοητεία της θάλασσας (Panagiotop) |
    • poem για σένα μου όρθριζε η καρδιά μ' ανείπωτη ~ (Sikel)
  • ② lack of seriousness, superficiality, lightness (syn αλαφρομυαλιά, ελαφρότητα, επιπολαιότητα, κουταμάρα, μωρία, ant σοβαρότητα):
    • τα έπαθε από την ~ του |
    • ήξερε με πόση ~ ενεργούσανε μερικοί εταίροι (Melas) |
    • έπαιρνε ξώπετσα τη ζωή, παραγνώριζε το πάθος από υποκριτική ~ (id.) |
    • τα ερωτήματα φεύγουν από τα χείλη με κάποιαν ευκολία και με κάποια, σύμφυτη με την ευκολίαν, ~ (Chourmouzios)

[der of αλαφρός (bes ελαφρός) w. suff -άδα1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες