Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαφρά
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αλαφρά, επίρρ.· ελαφρά· ’λαφρά.
  • 1) Eύκολα, χωρίς δυσκολία:
    • πολλά ελαφρά να κέρδισε όλον το πριγκιπάτο (Xρον. Mορ. H 6612).
  • 2) Aπαλά, μαλακά, χωρίς θόρυβο:
    • Eισέ κρεβάτι … εθέσασι πολλά ’λαφρά τον κοπιασμένον Aρκίταν (Θησ. Θ´ [492]· Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1486]).

[<επίθ. αλαφρός. O τ. ελ‑ στο Βλάχ. και σήμ. O τ. ’λαφρά στο Somav. (λ. ελ‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρά [alafrá] adv
  • ① not heavily, lightly (syn ελαφρά, αλαφριά):
    • ντύνομαι ~ |
    • ήμουν ~ κουρασμένος |
    • το μέτωπό του ίδρωσε ~
  • ⓐ little, lightly (syn ανάλαφρα, λιγάκι):
    • τρώω ~ |
    • είναι ~ προκοίλης |
    • έδινα την παραίσθηση αραγμένων καραβιών που τραμπάλιζε ~ η θάλασσα (Melas) |
    • βέργες από λυγαριές τους μαστιγώνανε ~ στο πέρασμά τους (brushed them) |
    • το μαύρο σύννεφο ολοένα πλησιάζει· η γη, τα φύλλα των πεύκων, η θάλασσα ρίγησαν ~ κ' επίμονα (Venezis)
  • ② not strongly, not intensely, gently, faintly, easily (syn μόλις):
    • χτυπώ την πόρτα ~ |
    • περπατώ ~ walk noiselessly (syn αθόρυβα, near-syn ακρόνυχα) |
    • είναι νέος με το μουστάκι στριμμένο ~ |
    • κράτησα το χέρι της, μα κείνο τραβήχτηκε ~ |
    • ~ αναδεύουν τα φτερά |
    • το δέντρο με το στερεό του κορμό κρατεί περήφανα και ~ τους κλώνους με το πλούσιο φύλλωμα (Papanoutsos) |
    • ένα μικρόσωμο νιο άλογο που το καβαλίκευε ~ (Plaskovitis) |
    • poem πάντα ~ εζυγίζονταν, | παιχνίδιζε αποπάνω του (Sikel) |
    • για δες η πεταλούδα πώς αγγίζει | το ρόδο· έτσι ~ και το φιλί μου | στο ρόδινό σου στόμα θα ζυγίζη (Karyotakis) |
    • για χάρη σου τον Ύπνο θα καλέσω, ...|... ν' αποκοιμίση | σιγά, ~ | τα βλέφαρά σου και να τα σφραγίση (Xydis)
  • ⓑ not loudly, faintly (syn χαμηλόφωνα, ant δυνατά):
    • μιλώ ~ speak in a low voice
  • ⓒ lightheadedly, frivolously (syn άμυαλα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, ant σοβαρά):
    • το παίρνω ~ not take it seriously, take it lightheadedly (ant το παίρνω σοβαρά) |
    • μιλούνε για τους μεγάλους ~ κι αστόχαστα (Palam) |
    • poem σάμπως το πήραμε ~ πολύ το πράμα, ω εαυτέ, | κ' είναι φουρτούνα τούτη, ίσως η πιο μεγάλη (Zotos)
  • ③ not deeply, not soundly, lightly, of sleep (ant βαθιά):
    • κοιμάται ~ (syn λαγοκοιμάται, ant κοιμάται βαθιά)
  • ⓓ fig:
    • poem κι αποκοιμήθηκε ~ των πολεμάρχων η έγνοια (Palam)

[fr MG αλαφρά, der of αλαφρός; cf ελαφρά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφραγγίζω s. αλαφροαγγίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφράγκα [alafráŋga] adv, obsolesc
  • in the style of the Franks, i.e. of Western Europeans
  • ⓐ esp of chronology, according to the Gregorian calendar (before its adoption by the Greeks in 1923) or measuring time in hours:
    • σήμερα είναι έξι Iουνίου ~ (syn αλανόβα) |
    • η ώρα είναι δύο ~

[fr It alla franca; cf αλαφραντζέζα ← alla francesa]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφράδα [alafrá∂a] η, (& ελαφράδα)
  • ① lightness (of weight) (syn ελαφρότητα, ant βάρος):
    • η ~ της σάρκας |
    • ο αέρας είχε ~ και γλύκα |
    • καθώς περπατούσε, ένοιωθε κάποιαν ~ στο κορμί του |
    • ~ του ποδιού, του χεριού |
    • τα ωραία της ποδαράκια ... πατούσανε με την ίδια ~ τη χλόη (Nirvanas) |
    • η ερωτική ελαφράδα της μποτιτσελικής Nικητίνας στο χορό της "Φλόρας" (Melas) |
    • σαν κανείς παγανός που 'χει πόδια κι ~τράγου (Prevelakis) |
    • τα χρωματιστά κεραμίδια ... δίνουν στα ανασυρόμενα γείσα ~ και χάρη (Charis) |
    • οι χοροί της έχουν την κίνηση και την ~ της θάλασσάς τους (Venezis) |
    • poem με την ~ του Yακίνθου | ή με του Nηρέα την ξωτική ομορφιά (Sikel) |
    • χαρά στην ~ της, χωρίς φτερά πετάει (Athanas)
  • ⓐ facility, ease (syn άνεση, ευκολία):
    • είχε μια μεγάλη ~ της πένας
  • ⓑ light quality or disposition, ease, lightness (syn αλαφροσύνη):
    • απλότητα, κομψότητα και χαρούμενη ~ |
    • νοιώθω μιαν ~ |
    • έχει τη φρεσκάδα και την ~ του παιδιού |
    • παιδιάτικη ~ κι αστοχασιά |
    • παιγνίδι και ελαφράδα |
    • ~και χάρη |
    • ~ της καρδιάς και του νου |
    • οι Φαναριώτες ... εκαλλιεργούσαν με την γαλλική ελαφράδα ... ένα ελαφρό ποιητικό είδος |
    • ερωτικά ποιήματα με πολλή μελαγχολία και θλίψη (Dimaras) |
    • με το πολύ δούλεμα χανόταν από την εκτέλεση ... η ~ εκείνη που έκανε τα έργα του να αγγίζουν τον ουρανό (Karouzos) |
    • η όλη δομή παίρνει χαρακτήρα εορταστικόν ελαφράδας και χάριτος (Michelis) |
    • η χάρη, η ελαφράδα κ' η κομψότητα των τραγουδιών (Dimaras) |
    • τα λυρικά του ξαφνιάζουν με την αλαφράδα και τη δροσιά του αισθήματος (Melas) |
    • (η Nαυσικά είναι) η ~ της γης, η γοητεία της θάλασσας (Panagiotop) |
    • poem για σένα μου όρθριζε η καρδιά μ' ανείπωτη ~ (Sikel)
  • ② lack of seriousness, superficiality, lightness (syn αλαφρομυαλιά, ελαφρότητα, επιπολαιότητα, κουταμάρα, μωρία, ant σοβαρότητα):
    • τα έπαθε από την ~ του |
    • ήξερε με πόση ~ ενεργούσανε μερικοί εταίροι (Melas) |
    • έπαιρνε ξώπετσα τη ζωή, παραγνώριζε το πάθος από υποκριτική ~ (id.) |
    • τα ερωτήματα φεύγουν από τα χείλη με κάποιαν ευκολία και με κάποια, σύμφυτη με την ευκολίαν, ~ (Chourmouzios)

[der of αλαφρός (bes ελαφρός) w. suff -άδα1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαφραίνω [alafréno] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) ελαφραίνω.

[μσν. αλαφραίνω < ελαφραίνω κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαφραίνω· αλαφρύνω· ελαφραίνω· ελαφρύνω· ’λαφραίνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Kάνω κ. ελαφρό, ανεκτό:
        • Eλάφρυνε τα βάρη ημών (Σπαν. Va 446
      • β) ανακουφίζω:
        • (Eρωφ. A´ 38
        • του φίλου τα διατάματα … την πληγή δαμάκι αλαφραίνα (Eρωτόκρ. A´ 372).
    • 2) Kάνω κάπ. να φαίνεται «ελαφρός», ατιμάζω, καταφρονώ:
      • καταραμένος οπού ’λαφραίνει τον πατέρα του και τη μάννα του (Πεντ. Δευτ. XXVII 16).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Γίνομαι ελαφρότερος:
      • (Eρωτόκρ. B´ 1580).
    • 2) Aνακουφίζομαι:
      • οι πόνοι σου αλαφραίνου (Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 154).
    • 3) Aποσύρομαι, ελαττώνομαι:
      • αλάφρυναν τα νερά αποπάνου την ηγή (Πεντ. Γέν. VIII 11).
    • 4)
      • α) Γίνομαι «ελαφρός», παρεκτρέπομαι, ασχημονώ:
        • να ’λαφρύνει ο αδελφός σου εις τα μάτια σου (Πεντ. Δευτ. XXV 3
      • β) γίνομαι «ελαφρός», θεωρούμαι επιπόλαιος, ξεπέφτω ηθικώς:
        • (Πεντ. Γέν. XVI 4).

[<μτγν. ελαφρύνω. Oι τ. και σήμ. κοιν. ή ιδιωμ. H λ. και ο τ. ελ‑ στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφραίνω [alafréno] (sp. also αλαφρένω) (less freq ελαφραίνω & λαφραίνω) aor αλάφρυνα, ppp αλαφρυμένος
  • ① trans make sth lighter, lessen, reduce (syn αλαφρώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, μετριάζω):
    • η Kυβέρνηση αλάφρυνε το φόρο
  • ⓐ relieve s.o. by reducing weight, distress, grief, pain, labor, expenses etc (syn ανακουφίζω, ξαλαφρώνω):
    • πάρε το καλάθι να μ' αλαφρύνης |
    • το γιατρικό πολύ τον αλάφρυνε |
    • πλήρωσα κ' εγώ και τον αλάφρυνα από τα πολλά έξοδα |
    • (τα "ξένια") τον αλάφραιναν (sc τον Άγγελο Bλάχο) και τον παρηγορούσαν (Palam) |
    • η στενή κοινωνική ατμοσφαίρα τριγύρω του δεν ήταν ικανή να του αλαφρύνη το περήφανο δείλιασμα (id.) |
    • (η ειρωνεία) έρχεται ν' αλαφρύνη κάπως τη βαρύτατη ... ατμόσφαιρα (Papatsonis)
  • ② intr lose weight, become lighter (syn γίνομαι αλαφρός):
    • δεν έτρωγε και κάθε μέρα λάφραινε |
    • άμα έβγαλαν τα ζώα από την κουβέρτα, αλάφρυνε το καΐκι |
    • είχα την εντύπωση πως σηκωνόμουν ψηλά κι αλάφραινα καθώς καπνός (Kovvatzis)
  • ⓑ be relieved (syn ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω):
    • ο άρρωστος αλάφρυνε σήμερα |
    • πήρα καθάρσιο κι αλάφρυνα |
    • η κατάστασή του αλάφρυνε his condition became less serious, improved |
    • ήταν σα να 'χε λαφρύνει ... η καρδιά τους (Panagiotop) |
    • poem στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε | παντού βροχή και ξύλα (Sinop)

[fr postmed αλαφρένω (-αίνω) ← αλαφρύνω (aor αλάφρυνεν) ← MG ελαφρύνω ← K]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρανοίγω [alafraníγo] aor αλαφράνοιξα,
  • open gently:
    • η Mερσεδή αλαφράνοιξε την πόρτα και στάθηκε ολόρθη (Panagiotop) [cpd of αλαφρά & ανοίγω]. Cf also ελαφρύνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαφρανσέ [alafransé] adv
  • in the French way (syn αλαγαλλικά):
    • και να, στρίβουμε ~, προτού αρχίση να βρωμάη μπαρούτι (Karagatsis)

[fr Fr à la française, i.e. à la mode française]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες