Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφιάζω [alafxázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. αλαφιασμένος* : 1α.προκαλώ σε κπ. ξαφνικό και δυνατό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζω, τρομάζω: Tο ξαφνικό ούρλιασμα της σειρήνας μάς αλάφιαζε την ψυχή. β. κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Ένα κακό όνειρο τον έκανε ν΄ αλαφιάσει. 2. (παθ.) ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tα τσοπανόσκυλα αλαφιαστήκανε κι άρχισαν να γαβγίζουν. Mια κραυγή τον έκανε ν΄ αλαφιαστεί.
[αλάφ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφιάζω [alafjázo] λαφιάζω,
- rarely ελαφιάζω, mi αλαφιάζομαι, ipf αλαφιαζόταν, aor αλαφιάστηκα (λαφιάστηκα, ελαφιάσθη [Solom]), ppp αλαφιασμένος (λαφιασμένος, ελαφιασμένος [Theotokas])
- ① act startle, frighten (syn βάζω σε ταραχή, ξαφνιάζω, ξυπάζω, τρομάζω, εκφοβίζω):
- τον αλάφιασε στον ύπνο του he startled him out of his sleep |
- όλ' αυτά ... του λάφιαζαν την ψυχή (Karagatsis) |
- άλλο ούρλιασμα μ' άλλον ήχο σε αλαφιάζει (Karantonis) |
- poem κι ως πέφτει φλογισμένο μες στη θάλασσα | λαφιάζει τα κοπάδια των προβάτων (Sarantis)
- ② intr & mi αλαφιάζομαι be startled, take fright, be (easily) frightened (syn ξαφνιάζομαι, σαστίζω, ταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι, τα χάνω):
- το παιδί αλαφιάζεται τη νύχτα |
- το ζο αλάφιασε |
- κάτι τον έκαμε ν' αλαφιάση |
- μην πλησιάζης το άλογο να μην αλαφιαστή |
- η Pόζα έκαμε "α!", έπειτα όλοι αλαφιάστηκαν, κρεμασμένοι από το στόμα του ξένου (Xenop) |
- η Mυριάνα δε λαφιάστηκε, δε φώναξε (Psichari) |
- μοσχοβολάνε τα λεφτά σου, βλάμη! - έφτασε να πη ο σερβιτόρος, για ν' αλαφιαστούν οι αστυνομικοί (Melas) |
- απρόσεκτη, είχε αφήσει την πόρτα να χτυπήση· ο σύζυγος αλαφιάζεται (id.) |
- μια φωνή γυναίκας τον έκανε να λαφιαστή (Karagatsis) |
- πήγε ν' ανοίξη τη βαριά σιδερένια πόρτα, αλλά το σκυλί αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζη πεισματικά, γοερά (Panagiotop) |
- το χωριό είχε αλαφιάσει πάλι από το φόβο (Bastias) |
- ο λαός αναταράχτηκε τότε μέσα κι όξω, τα τσοπανόσκυλα λαφιαστήκανε (Prevelakis) |
- poem ελαφιάσθη της Aγγλίας | το θηρίο (Solom) |
- Παρασκευή θα λαφιαστής κι από θυμό θ' ανάψης (Palam) |
- κι ο ταπεινός λαός λαφιάστηκε, το ταυροστάσι αδειάζει the common crowd took fright and strove to leave the ring (Kazantz Od 6.688) |
- κι ο μαύρος πειρασμός λαφιάστηκε κι αγάλια ανακωλώνει (id. 18.408)
[fr ελαφιάζω, der of ελάφι bes αλάφι]