Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατωρυχείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατωρυχείο το [alatorixío] Ο39 : τόπος από τον οποίο εξορύσσεται αλάτι, ορυχείο άλατος.

[λόγ. αλατ(ο)- + -ωρυχείον κατά το χρυσωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατωρυχείο [alatori ío] το, (L)
  • salt-mine, salt-pit, salt-pan, saltworks (syn ορυχείο άλατος):
    • εργάτης αλατωρυχείου salt-miner |
    • κύριος αλατωρυχείου salt-mine owner |
    • πρέπει να μνημονευθούν τα αλατωρυχεία και τα σμυριδωρυχεία της (sc της Nάξου) (Vacalop) |
    • ο Aλιάκμων είναι ποταμός που μεταφέρει ακαταπόνητα αλάτι από φυσικά υπόγεια αλατωρυχεία (Varelas)

[fr kath αλατωρυχείον, cpd of άλας & ορυχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες