Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατούχος -ος / -α -ο [alatúxos] Ε14 : που περιέχει αλάτι: ~ πηγή. Aλατούχο διάλυμα.
[λόγ. αλατ(ο)- + -ούχος μτφρδ. γερμ. salzhaltig]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατούχος, -ος, -ο [alatúxos] (L)
- salt-bearing, saliferous, saline (syn αλατοφόρος):
- ~ πηγή |
- ~ διάλυση (L διάλυσις) saline solution
- ⓐ photogr ~ χάρτης chloride paper
[neol, cpd w. -ούχος]
- salt-bearing, saliferous, saline (syn αλατοφόρος):